Υπόθεση Λιγνάδη: Νάρκωση και βιασμό καταγγέλει και ο τρίτος μηνυτής
Σοκαριστικές λεπτομέρειες για νάρκωση και βιασμό κατέθεσε σε βάρος του Δημήτρη Λιγνάδη, το τρίτο πρόσωπο που προσέφυγε στη δικαιοσύνη. Ο μηνυτής λέει ότι γνωρίστηκε με τον Δ. Λιγνάδη περί τα τέλη Νοεμβρίου του 2018 στην Πλατεία του Αγίου Παύλου στο Μεταξουργείο, καθώς για ένα διάστημα ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών, τις οποίες προμηθευόταν σε εκείνη την περιοχή.
Αφού εξηγεί πώς γνωρίστηκαν, ο μηνυτής αναφέρει ότι κατόπιν πρόσκλησης του κ. Λιγνάδη τον ακολούθησε στο σπίτι του, όπου ήπιαν καφέ και συζήτησαν για ώρα, ενώ κάπνισαν ένα τσιγάρο μαριχουάνας.
Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο ηθοποιός του μιλούσε συνεχώς για την καριέρα του και παρουσίαζε τον εαυτό ως «τον μεγαλύτερο ηθοποιό και σκηνοθέτη της εποχής» αλλά και ως άτομο με «πολύ μεγάλες και ισχυρές γνωριμίες στον χώρο της πολιτικής και της τέχνης.»
Όπως εξηγεί, επειδή ο Δ. Λιγνάδης επικαλέστηκε κάποια υποχρέωση, του είπε να ανανεώσουν το ραντεβού τους για άλλη ημέρα, προκειμένου να συνεχίσουν την κουβέντα τους και να γνωριστούν καλύτερα.
Η καταγγελία για τον βιασμό
«Μου άνοιξε την πόρτα ημίγυμνος, φορώντας μία πετσέτα μπάνιου γύρω από τους γοφούς του με την δικαιολογία, ότι μόλις είχε βγεί από το μπάνιο», αναφέρει ο μηνυτής για τη δεύτερη συνάντησή τους.
Στη συνέχεια λέει ότι του πρόσφερε ουίσκι και κάπνισαν μαριχουάνα, ενώ μετά ο ηθοποιός φέρεται να τον κάλεσε να δούν μαζί πορνογραφικό υλικό «με νεαρά αγόρια σε διάφορες ερωτικές περιπτύξεις με μεσήλικα πρωταγωνιστή, του οποίου δεν φαινόταν το πρόσωπο, και οι οποίες περιλάμβαναν στοματική και πρωκτική διείσδυση…»
Επίσης, περιγράφει ότι άρχισε να του δείχνει μια σειρά από ερωτικά βοηθήματα που είχε στον χώρο.
«Όντας ο ίδιος αυστηρώς ετεροφυλόφιλος ως προς το σεξουαλικό μου προσανατολισμό, αισθάνθηκα μεγάλη αποστροφή από όλα αυτά, κυρίως όμως έκπληξη και αμηχανία από το γεγονός ότι ένας τόσο γνωστός και καταξιωμένος καλλιτέχνης εξέθετε ενώπιον μου, έναν άγνωστο του, την ερωτική του ζωή και τις ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις του», αναφέρει ο μηνυτής.
Συνεχίζοντας αναφέρει: «Κάποια στιγμή ο μηνυόμενος πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε, φέρνοντας μου ένα επιπλέον ποτήρι ουίσκι, το οποίο λόγω της εντονότατης ψυχικής υπερδιέγερσης και αμηχανίας που ένιωθα, ήπια μονορούφι. Ξαφνικά ένιωσα το σώμα μου να πυρακτώνεται, το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου, θόλωσε η όραση μου και άρχισα να χάνω την αίσθηση του περιβάλλοντος. Σωριάστηκα λιπόθυμος στον καναπέ.
Όταν ξύπνησα, δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, βρέθηκα ξαπλωμένος στον καναπέ και γυμνός από τη μέση και κάτω….Ζαλισμένος όπως ήμουν και χωρίς να έχω επανακτήσει πλήρως τον έλεγχο των αισθήσεων μου, τον ρώτησα «τι έγινε», τι μου έκανες;» κι αυτός με σαρκαστικό ύφος μου απάντησε «έλα τώρα που δε σ’ άρεσε»…..
Ουρλιάζοντας του είπα «ρε π…., τι μου έκανες ρε κ….» και ταυτόχρονα με όση δύναμη είχα του έριξα ένα πολύ δυνατό χαστούκι. Ήμουν τόσο οργισμένος που παρά τη σωματική αδυναμία και τη ζάλη που ένιωθα, όρμησα επάνω του για να τον χτυπήσω.
Αυτός όμως οπισθοχώρησε και αφού προφυλάχτηκε πίσω από μια καρέκλα, με απείλησε ότι αν δε φύγω αμέσως θα καλέσει την αστυνομία, θα πεί ότι αποπειράθηκα να τον ληστέψω και θα με στείλει φυλακή.
Τρομοκρατήθηκα, γιατί ήμουν ήδη καταδικασμένος με αναστολή. Αναλογίστηκα την τεράστια κοινωνική δύναμη του μηνυομένου σε σχέση με τη δική μου αδυναμία. Φοβήθηκα ότι κανείς δεν θα πιστέψει έναν καταδικασμένο πρώην χρήστη ναρκωτικών, ότι ο μηνυόμενος με τις υψηλές γνωριμίες και διασυνδέσεις βρίσκεται σαφώς σε σχέση ισχύος απέναντι μου, ότι εύκολα μπορούσε να με παγιδεύσει και να καταλήξω άδικα στη φυλακή.
Νιώθοντας απέναντι του αδυναμία και απελπισία ξέσπασα σε κλάματα, ντύθηκα άρον- άρον και εγκατέλειψε το διαμέρισμα. Έκτοτε δεν τον ξανασυνάντησα. Σήμερα συνειδητοποιώ, ότι ήταν μεγάλο το λάθος μου να μην έχω καλέσει επιτόπου την αστυνομία ή να έχω απευθυνθεί αμέσως στην δικαιοσύνη. Όμως την εποχή εκείνη, λόγω της προσωπικής μου αδυναμίας, δεν τόλμησα να ζητήσω την προστασία της πολιτείας.»
Η απάντηση Λιγνάδη
Ο Δημήτρης Λιγνάδης, που βρίσκεται προσωρινά κρατούμενος στην Τρίπολη, στις εξηγήσεις που έδωσε μέσα από τη φυλακή αρνείται πως βίασε τον καταγγέλλοντα, τον οποίο ισχυρίζεται πως ούτε καν γνωρίζει.
«Τον μηνυτή, όχι μόνο δεν τον βίασα αλλά δεν τον γνωρίζω καν. Η μήνυση του αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, χωρίς κανένα αντικειμενικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει όσα ψευδώς ισχυρίζεται, ενώ λόγω του μακρού χρόνου από τα καταγγελλόμενα δεν μπορεί να υπάρξει ιατροδικαστικός έλεγχος η τοξικολογική εξέταση η εξέταση DNA, παρά μόνο είναι ο λόγος του ενάντια στο λόγο μου», αναφέρει μεταξύ άλλων και προσθέτει:
«Δεν υπάρχει κανένας μάρτυρας και κανένα στοιχείο έστω και για το αν υπήρξε απλή γνωριμία μεταξύ μας, κάτι που αποδεικνύει ότι η μήνυση του είναι ένα φανταστικό σενάριο, καθόσον σύμφωνα με αυτό, ανάμεσα στην γνωριμία μας και τον υποτιθέμενο βιασμό του μεσολάβησαν κάποιες ημέρες, άρα θα ήταν αναμενόμενο και φυσιολογικό στο μεσοδιάστημα αυτό να έχει αναφέρει τη γνωριμία μας και την υποτιθέμενη μετάβασή του στο διαμέρισμά μου, ως σημαντικό γεγονός στο οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον, όπως επίσης θα ήταν αναμενόμενο να έχει αναφέρει και το δήθεν ραντεβού που δήθεν δώσαμε για την επόμενη φορά. Δεν συμβαίνει κάθε ημέρα να γνωρίζει κανείς και να επισκέπτεται έναν γνωστό ηθοποιό και σκηνοθέτη στο σπίτι του!»
Ο ηθοποιός κάνει λόγο για «στρατευμένο μάρτυρα», ο όποιος «με την προσδοκία κτήσης οικονομικού οφέλους υπέβαλε σε βάρος μου μία καθ΄ολοκληρία ψευδή καταγγελία, στερούμενος στοιχείων, με μοναδικό όπλο τις υποβληθείσες σε βάρος μου καταγγελίες, καθώς οι φωνές των πολλών, ακόμα και όταν αυτοί ψεύδονται ασυστόλως, δυστυχώς υπερισχύουν της φωνής του ενός, ακόμη και όταν αυτός είναι αθώος…».