“Τα δάνεια της Αγγλίας”- Το πρώτο σκάνδαλο κακοδιαχείρισης μετά την Επανάσταση
Στις 12 Απριλίου 1823 η έκθεση της δωδεκαμελούς επιτροπής, που είχε ορίσει η Β’ Εθνοσυνέλευση για να συντάξει ένα πρόχειρο προϋπολογισμό του επαναστατημένου Έθνους δεν άφηνε κανένα περιθώριο για την κρισιμότητα της κατάστασης: Τα έξοδα του πρώτου εξαμήνου του 1823 θα ανέρχονταν σε 38 εκατομμύρια γρόσια και τα έσοδα σε μόλις 12 εκατομμύρια γρόσια.
Η φορολογία, οι τελωνειακοί δασμοί, οι λείες, τα λάφυρα, τα λύτρα, ο εσωτερικός δανεισμός, οι εισφορές ντόπιων και φιλελλήνων, δεν ήταν ικανές να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό. Η έκθεση της Επιτροπής κατέληγε με την προτροπή να γίνεται καλύτερη διαχείριση του δημόσιου χρήματος από τους τοπικούς άρχοντες και την ανάγκη να αναζητηθούν νέοι πόροι. Η ανάγκη εξωτερικού δανεισμού ήταν πλέον μονόδρομος.
Στις 2 Ιουνίου 1823 το Εκτελεστικό (Κυβέρνηση) εξουσιοδότησε τους Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λουριώτη να μεταβούν στο Λονδίνο και να συνάψουν δάνειο 4.000.000 ισπανικών ταλλήρων. Η επιτροπή καθυστέρησε να αναχωρήσει, λόγω έλλειψης χρημάτων για τα έξοδα του ταξιδιού, τα οποία κάλυψε με δάνειο ο Λόρδος Βύρων. Στις 26 Ιανουαρίου 1824, ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης έφθασαν στην αγγλική πρωτεύουσα και ύστερα από έντονες διαπραγματεύσεις, στις οποίες πήραν μέρος και μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, συνομολόγησαν ένα δάνειο 800.000 λιρών με τον οίκο Λόφναν (9 Φεβρουαρίου 1824). Το δάνειο είχε τόκο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια. Ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου τέθηκαν από ελληνικής πλευράς τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα
Όμως, το ποσό που έφθασε στην επαναστατική διοίκηση ήταν μόλις 298.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 59% του ονομαστικού (472.000 λίρες) και από αυτό παρακρατήθηκαν 80.000 ως προκαταβολή τόκων δύο ετών, 16.000 για χρεολύσια, 2.000 ως προμήθεια και άλλες δαπάνες. Σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση, το ποσό θα αποστέλλονταν στις Τράπεζες Λογοθέτη και Βαρφ, που έδρευσαν στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο και θα παραδίδονταν τμηματικά στην ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από έγκριση της επιτροπής που την αποτελούσαν ο Λόρδος Βύρων, ο συνταγματάρχης Στάνχοπ και ο Λάζαρος Κουντουριώτης.
Παρότι «ληστρικό», το δάνειο χαιρετίστηκε στην Ελλάδα ως πολιτική επιτυχία της Επανάστασης και ως έμμεση αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Πάντως, οι ελπίδες που στηρίχτηκαν πάνω του θα διαψευστούν οικτρά, καθώς θα χρησιμοποιηθεί για να κερδίσει η παράταξη Κουντουριώτη την εμφύλια διαμάχη. Μεγάλη ευθύνη για τους δυσμενείς όρους σύναψης του δανείου είχαν και οι δύο διαπραγματευτές, ο γιαννιώτης πολιτικός Ανδρέας Λουριώτης και ο σπετσιώτης πλοιοκτήτης Ιωάννης Ορλάνδος, οι οποίοι σπατάλησαν μεγάλα ποσά στο Λονδίνο, ζώντας πολυτελώς, σε αντίθεση με τους αγωνιστές, που πολεμούσαν με μεγάλες στερήσεις.
Όπως σημείωνε η “Καθημερινή” τα δάνεια αυτά ήταν δύο:
Το πρώτο συνήφθη το 1824, για 36 έτη, µε εκδότη τους Loughnan Sons και Ο’ Brien, και είχε ονοµαστικό ύψος δανείου £800.000. Το ποσό που εκταµιεύθηκε ήταν £472.000 ή το 59% του ονοµαστικού ποσού. Το δάνειο διαπραγµατεύθηκαν από ελληνικής πλευράς οι Ορλάνδος και Λουριώτης.
Το δεύτερο δάνειο συνήφθη το 1825, για 36 έτη, µε εκδότη τους αδελφούς Ricardo και είχε ονοµαστικό ύψος δανείου £2 εκατ. Το ποσό που εκταµιεύθηκε ήταν £1,1 εκατ. ή το 55,5% του ονοµαστικού ποσού.
Και τα δύο δάνεια ήταν οµολογιακά, µε επιτόκιο 5% και ετήσιο χρεολύσιο 1% (αµφότερα επί του ονοµαστικού ποσού). Και στα δύο προεισπράχθηκαν τα τοκοχρεολύσια των δύο πρώτων ετών. Η σύµβαση του δευτέρου δανείου προέβλεπε τη διάθεση £250.000 για προεξόφληση οµολόγων του πρώτου δανείου, µε σκοπό τη στήριξη της τιµής τους στη δευτερογενή αγορά.