Αλήθειες και “τέρατα” για τις δημοσκοπήσεις…
Εάν δοκιμάσει κάποιος σε μια δημοσκόπηση το ερώτημα “κάποιοι ισχυρίζονται πως η γη είναι επίπεδη, εσείς τι λέτε;”, είναι βέβαιο πως θα βρεθεί ένα μικρό ποσοστό που θα συμφωνήσει και ένα άλλο που θα δηλώσει “δεν ξέρω-δεν απαντώ”. Ή ακόμα, εάν διατυπωνόταν το ερώτημα “περιέχουν ή όχι τσιπάκι τα εμβόλια;”, θα μέναμε άφωνοι από το ποσοστό των συμπολιτών μας που θα είχαν την βεβαιότητα ή την έστω την αμφιβολία περί αυτού.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Το τετριμμένο “οι δημοσκοπήσεις είναι μια φωτογραφία της στιγμής” είναι αναμφίβολα ακριβές, από την άλλη, ωστόσο, ακριβές είναι και πως συχνά οι μετρήσεις κοινής γνώμης οδηγούν σε συμπεράσματα ανάλογα με την ερώτηση και τον τρόπο που αυτή τίθεται. Επιπλέον, έχει πολύ μεγάλη αξία το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποία διεξάγεται κάθε μέτρηση και την “προετοιμασία” που έχει υποστεί η κοινή γνώμη.
Πολλοί θα θυμούνται πως πριν το δημοψήφισμα του διλήμματος Brexit-Bremain στο Ηνωμένο Βασίλειο εκατομμύρια Βρετανοί είχαν “βομβαρδιστεί” μέσω των social media (Cambridge Analytica) με την άποψη πως η παραμονή της χώρας στην Ε.Ε θα έφερνε “ορδές” 80 εκατομμυρίων Τούρκων. Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στις εκλογές που ανέδειξαν ως πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών τον Ντόναλντ Τραμπ με τα γνωστά συνακόλουθα αποτελέσματα μέχρι την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο.
Το τελευταίο διάστημα έχει “φουντώσει” (ξανά) η συζήτηση για τις δημοσκοπήσεις στην καθ΄ημάς πολιτική και μιντιακή σκηνή. Υπάρχει ένα βασικό στοιχείο που δεν αμφισβητείται- τουλάχιστον όχι στο σύνολό του– και αφορά το ισχυρό προβάδισμα της Ν.Δ. Εάν αυτό είναι 13 ή λιγότερες μονάδες είναι κάτι που δεν είναι εύκολο να διευκρινισθεί, πρέπει, όμως, να λάβει κανείς υπ΄ όψιν του πως μετρήσεις που γίνονται εκτός εκλογικής συγκυρίας καλό είναι να διαβάζονται περισσότερο για τα ποιοτικά τους αποτελέσματα και λιγότερο για εκείνο της “πρόθεσης ψήφου”. Οι τάσεις έχουν τη σημασία τους.
Το περίεργο είναι πως κάποιες απ΄ αυτές τις μετρήσεις προσπαθούν να αποτυπώσουν την άποψη των πολιτών ως δίλημμα μεταξύ ενός υπαρκτού γεγονότος και μιας υποθετικής περίπτωσης.
Όταν, για παράδειγμα, ερωτάται ο πολίτης εάν συμφωνεί/διαφωνεί με την διαχείριση της κυβέρνησης (Ν.Δ) σχετικά με την πανδημία, και από την άλλη εάν συμφωνεί/διαφωνεί με την διαχείριση που (υποθετικά) θα έκανε μια άλλη κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ), είναι μάλλον προφανές πως εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε μια “εικονική” πραγματικότητα. Εκτός εάν έχουμε ξεχάσει πως η προηγούμενη κυβέρνηση αντιμετώπισε επιτυχώς ή ανεπιτυχώς διάφορες καταστάσεις αλλά είχε την τύχη να μην περάσει από επάνω της κάποια πανδημία ώστε να γνωρίζουμε ποια ήταν τα αντανακλαστικά της.
Κατ’ αναλογία, εάν το διάστημα που ακολούθησε η φρικτή δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από τους δολοφόνους-τρομοκράτες της “17 Ν” – κι ενώ κάποια πρωτοσέλιδα εφημερίδων έδειχναν ευθέως πως πίσω από την τρομοκρατία κρύβονταν το ΠΑΣΟΚ, κορυφαία στελέχη του και ίσως ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου– διεξάγονταν δημοσκοπήσεις, ένα σημαντικό ποσοστό των πολιτών (κυρίως ψηφοφόρων της Ν.Δ) θα δήλωναν πως ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ ήταν ο σκοτεινός ιθύνων νους που έδωσε εντολές στους εκτελεστές. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Εάν τολμήσει κάποιος δημοσκόπος να θέσει το ερώτημα “υποκινεί ο ΣΥΡΙΖΑ την τρομοκρατία”, θα βρεθούν κάποιοι που θα απαντήσουν καταφατικά.
Όλα αυτά οδηγούν στην ευθύνη των δημοσκόπων (αλλά και εκείνων που παραγγέλνουν τις μετρήσεις) σχετικά με το τι πρέπει και τι μπορούν να θέσουν ως ερώτημα έναντι των πολιτών. Δεν μιλώ για την μεθοδολογία (σταθερά ή κινητά τηλέφωνα, δειγματοληψίες, αναγωγές, εκτιμήσεις κ.ά), αναφέρομαι στην απλή λογική και, κυρίως, στην ευθύνη που πρέπει να διέπει την επιστήμη της αποτύπωσης των κοινωνικών τάσεων. Για κάθε ερώτηση υπάρχει μια απάντηση αλλά ενίοτε συμβαίνει και το αντίθετο. Για κάθε απάντηση που επιθυμείς υπάρχει και η κατάλληλη ερώτηση.
Στην περίπτωση Κουφοντίνα, το ερώτημα “να υποχωρήσει ή να μην υποχωρήσει η κυβέρνηση;” έχει αβίαστα την απάντηση “όχι, να μην υποχωρήσει”, όταν πρόκειται για έναν δολοφόνο που, όπως διαπιστώνουμε, δεν υποστηρίζεται ούτε από τους σιωπηλούς και εξαφανισμένους “συντρόφους” του. Είναι, όμως, αυτό το ερώτημα; Διότι εάν είναι αυτό το ερώτημα, τότε δεν θα εκπλαγεί κανείς εάν σε κάθε πολύκροτη υπόθεση που απασχολεί το πανελλήνιο –όπως π.χ στην υπόθεση Λιγνάδη– η “σοφή” (;;;) κοινή γνώμη βρεθεί να καταργεί το τεκμήριο αθωότητας και να στέλνει στην αγχόνη κάθε πρόσωπο που συγκεντρώνει κοινωνική απαξία με βάση ένα κατηγορητήριο.
Τα μέσα ενημέρωσης παράγουν, άλλωστε, εντυπώσεις πριν αυτές επιβεβαιωθούν ή διαψευσθούν. Το κλίμα που δημιουργείται είναι συχνά αμείλικτο και καθόλου αδέκαστο. Μαζί με την πιθανολογούμενη αλήθεια παράγεται και διχασμός αλλά και τοξικότητα.
Στην περίπτωση Κουφοντίνα, και πάλι, δεν περιμένουμε καμία δημοσκόπηση να κρίνει εάν πρόκειται για έναν στυγνό δολοφόνο που δεν επέδειξε την παραμικρή μεταμέλεια. Στο συλλογικό υποσυνείδητο καταδικάστηκε, όπως καταδικάστηκε, άλλωστε, από τη Δικαιοσύνη. Το γεγονός, δε, πως ζητά τώρα την μέριμνα της Πολιτείας και των θεσμών για την μεταγωγή του αποτελεί μια μεγάλη νίκη για την Δημοκρατία την οποία με τις ειδεχθείς πράξεις του επχιείρησε να αποσταθεροποιήσει. Εκείνο που κρίνεται είναι εάν ένας κατάδικος απεργός πείνας έχει το δικαίωμα να τύχει της μέριμνας που προβλέπουν οι θεσμοί και το δικαϊκό μας σύστημα, όπως όποιοσδήποτε άλλος κατάδικος. Η κοινή γνώμη, όμως, δεν απαντά μέσω των δημοσκοπήσεων σε αυτό το ερώτημα, αφενός γιατί αυτό δεν τίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο και αφετέρου επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατυπωθεί. Και επιπλέον διότι απαιτεί πληροφόρηση και γνώση, οι οποίες δεν διατίθενται επαρκώς στους πολίτες που καλούνται να τοποθετηθούν σε μια τέτοια έρευνα κοινής γνώμης.
Για να επιστρέψουμε στις δημοσκοπήσεις, και για να είμαστε δίκαιοι, κάθε κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να τις εργαλειοποιήσει. Είτε τις καθιστά “ευαγγέλιο”, είτε τις απαξιώνει. Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι η μήτρα του κακού, όπως δεν είναι η αρχή των πάντων. Όποιοι επιχείρησαν να κυβερνήσουν με τις δημοσκοπήσεις κάποια στιγμή τις βρήκαν μπροστά τους και όποιοι τις υποτίμησαν ξύπνησαν, αίφνης, σε άλλο κόσμο από τον εικονικό που είχαν δημιουργήσει. Η αλήθεια βρίσκεται συνήθως κάπου στη μέση.
Εκείνο που προκαλεί τον τελευταίο καιρό είναι πως επιχειρείται μια διστρέβλωση του θεμελιώδους. Ό,τι, δηλαδή, η κυβέρνηση αξιολογείται (στις μετρήσεις) για την διακυβέρνησή της και η αξιωματική αντιπολίτευση για τον τρόπο που αντιπολιτεύεται.
Δεν είναι επιστημονικά ορθό, κυρίως, όμως, δεν είναι λογικό να αξιολογείται η δεύτερη για όσα ίσως (υποθετικά) έκανε εάν κυβερνούσε εκείνη αντί τις εκλεγμένης κυβέρνησης.
Καθώς, επίσης, και η διασπορά της αντίληψης πως σε αυτό τον τόπο υπάρχουν μόνο μια κυβέρνηση και μια αξιωματική αντιπολίτευση και πέραν τούτου ουδέν. Διότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, εάν κάποια ερωτήματα ετίθεντο σε αντιπαράθεση μεταξύ της πολιτικής που ασκεί η κυβέρνηση και της θέσης των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, ίσως το αποτύπωμα να ήταν σημαντικά διαφορετικό.