Γ.Κατρούγκαλος: Ειλικρίνεια και ενεργή διπλωματία, προσανατολισμένη σε έντιμη συμφωνία
Με άρθρο του στον ιστότοπο ieidiseis.gr o Γιώργος Κατρούγκαλος αναφέρεται στις διερευνητικές με την Τουρκία.
Αναλυτικά:
Δεν έχουμε άλλο τρόπο επίλυσης της διαφοράς μας με την Τουρκία από το διάλογο. Ούτε ο πόλεμος, προφανώς, συνιστά λύση, ούτε η ανάσχεση του(ο «μη πόλεμος» του Αντρέα) αυτοσκοπός, ούτε αποτελεί διέξοδο ο στρουθοκαμηλισμός της «μη λύσης», της αέναης δηλαδή μετάθεσης στο μέλλον του προβλήματος. Σίγουρα δε, δεν αποτελεί λύση η μητσοτακική στρατηγική του “βλέποντας και κάνοντας ότι συμφέρει επικοινωνιακά τη ΝΔ”.
Η βασικότερη συμβολή της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στην εξωτερική πολιτική, ιδίως με τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και με τη στήριξη λύσης στο Κυπριακό, την επίλυση θεμάτων με την Αλβανία ή πρωτοβουλίες όπως η τμηματική επέκταση των χωρικών υδάτων, ήταν ακριβώς η λύτρωση από την αδράνεια και τη λογική «τίποτα να μην αλλάξει για να μην έχουμε κόστος, ας κλωτσήσουμε το ντενεκεδάκι πιο κάτω να το βρει ο επόμενος».
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή -και για λόγους αρχής- υποστήριξε τους ανοιχτούς διαύλους ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, την επανέναρξη των διερευνητικών και την επανεκκίνηση του διαλόγου ΜΟΕ. Στηρίζουμε τον διάλογο, αν και έχουμε σαφή επίγνωση των δυσκολιών που αυτός θα αντιμετωπίσει, αντικειμενικά λόγω της αδιαλλαξίας της Τουρκίας αλλά και λόγω αστοχιών της κυβέρνησης. Ειδικότερα, ο κ. Μητσοτάκης απέτυχε να εξασφαλίσει ένα ευρωτουρκικό πλαίσιο θετικών πολιτικών και μηχανισμού ισχυρών κυρώσεων, που θα παρείχε κίνητρα και αντικίνητρα στην Τουρκία, ώστε ο διάλογος να βασιστεί σε γερά θεμέλια και να διεξαχθεί στη βάση που πρέπει, δηλαδή σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, χωρίς προκλήσεις στο πεδίο και απειλές για χρήση βίας. Η μεγάλη, προσωπική αυτή αποτυχία του πρωθυπουργού σημαίνει ότι η εξέλιξη των διερευνητικών εξαρτάται κυρίως από τις καλές προθέσεις της Τουρκίας.
Και δεν πρέπει κανείς να αυταπατάται ότι η παρούσα επίθεση γοητείας με τις δηλώσεις πίστης στον διάλογο σημαίνει εγκατάλειψη της αναθεωρητικής στρατηγικής ή της επιθετικής τακτικής της Άγκυρας. Ο κ. Τσαβούσογλου δήλωσε μεν ότι το Ορούτς Ρέις αποχώρησε προσωρινά από την περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, αλλά εξακολουθεί να πλέει κοντά στο Καστελόριζο και είναι έτοιμο να κάνει και άλλες έρευνες. Παράλληλα, ως ηχηρή προειδοποίηση ότι το όπλο είναι παρά πόδας, είχαμε ήδη δύο επεισόδια στα Ίμια, όπου τουρκικές ακταιωροί παρενόχλησαν πλοίο της ακτοφυλακής μας (στο πρώτο) και αλιευτικό μας σκάφη (στο δεύτερο.) αλλά και ανακοινώσεις για νέες ασκήσεις στο Αιγαίο.
Η Άγκυρα κάθε άλλο παρά έχει εγκαταλείψει τις προσπάθειες να επιβάλει τις διεκδικήσεις της για εφ’ όλης της ύλης ατζέντα διαπραγμάτευσης. Ο Τούρκος ΥΠΕΞ δήλωσε από το Πακιστάν ότι «αν εκείνοι (η ελληνική πλευρά) μας πουν “εμείς δεν θέλουμε να συζητήσουμε αυτά τα θέματα”, τότε δεν έχουν κανένα νόημα οι διερευνητικές επαφές». Σε «αυτά τα θέματα» φαίνεται ότι η τουρκική πλευρά συμπεριλαμβάνει πλέον και τις περίφημες «γκρίζες ζώνες», την αμφισβήτηση δηλαδή κυριαρχίας νησιών μας, κάτι που δεν γνωρίζω να είχε επιδιώξει να συμπεριλάβει στους προηγούμενους 60 γύρους συνομιλιών. Είναι σαφές ότι με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να μετατρέψει σε “νομιμοποιημένες” διμερείς διαφορές τις μονομερείς και αντίθετες με τη διεθνή νομιμότητα επεκτατικές διεκδικήσεις της.
Προφανώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Οι διερευνητικές πρέπει να συνεχίσουν από εκεί που σταμάτησαν το 2016, με ευθύνη της Τουρκίας και να βασίζονται στο διεθνές δίκαιο, για την ενεργή επιδίωξη λύσης στη διαφορά μας για την οριοθέτηση των θαλάσσιων οικονομικών ζωνών. Με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι όλα πρέπει να γίνουν στο φως. Εάν υπάρχει οποιαδήποτε δέσμευση της κυβέρνησης για την διαδικασία, οποιοδήποτε κείμενο-πλαίσιο σε συνέχεια των διαπραγματεύσεων του Βερολίνου του Ιουλίου, των οποίων το ακριβές περιεχόμενο ακόμη αγνοούμε, θα πρέπει να διασφαλίζει απολύτως τις θέσεις της Ελλάδας και να γνωστοποιηθεί στον ελληνικό λαό και τα πολιτικά κόμματα.
Πρέπει, τέλος, να είναι σαφές ότι η ελληνική πλευρά δεν πρέπει να πάει στην Κωνσταντινούπολη απλώς για να ακούσει τι θα πει η τουρκική, ούτε, πολύ λιγότερο, να «πετάξει την μπάλα στην εξέδρα». Όσο καταστροφική θα ήταν η στρατηγική “λύση να΄ναι κι ό,τι να΄ναι” με αποδοχή της τουρκικής ατζέντας, άλλο τόσο αντιπαραγωγική θα ήταν η λογική ότι είναι υπέρ μας, τυπικές διερευνητικές όπως αυτές μεταξύ 2005 και 2009.
Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει γρήγορα σαφή εικόνα των τουρκικών θέσεων και να διαπραγματευτεί ενεργά, βήμα-βήμα, προσεκτικά και χωρίς να φεύγει από το τραπέζι, με προσανατολισμό σε μια έντιμη συμφωνία, και όχι με στόχο την καλύτερη τοποθέτηση στο blamegame που θα ακολουθήσει μία αποτυχία. Και πρέπει να αποφύγει οποιαδήποτε εμπλοκή του ΝΑΤΟ ή άλλων «κηδεμόνων» στην προσπάθεια αυτή.
Το ερώτημα, βέβαια είναι ένα: είναι διατεθειμένη και μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο η Νέα Δημοκρατία;