Η συνταγή της δεξιάς στροφής και η αναζήτηση εκλογικού momentum
Ο ανασχηματισμός διαθέτει, όπως αναμενόταν και είχε προβλέψει εγκαίρως το libre, σαφή διάταξη εκλογικού κυβερνητικού σχήματος. Δίχως αυτό να θεωρείται βέβαιο καθώς υπόκειται στο πολιτικό περιβάλλον που θα δημιουργήσουν η συγκυρία της πανδημίας, των εμβολιασμών και, κυρίως, των φαραωνικών, ως φαίνεται, παρενεργειών στην οικονομία, ο πρωθυπουργός επιδιώκει να έχει λυμένα τα χέρια και ικανοποιημένη την κοινοβουλευτική του ομάδα ώστε εφόσον κριθεί απαραίτητο να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες κάλπες έως τον Σεπτέμβριο.
του Σεραφείμ Κοτρώτσου
Υπό το άγχος, βεβαίως, που δημιουργεί η διπλή αναμέτρηση, πρώτα με απλή αναλογική και μετά με ενισχυμένη. Ακόμα και με τη σημερινή δημοσκοπική εικόνα του άνετου προβαδίσματος και την μέχρις ώρας εκλογική ανετοιμότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η απλή αναλογική είναι μια ανεξέλεγκτη μεταβλητή και το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις ενδέχεται να προκαλέσει πολιτικές συμμαχίες και νέα δεδομένα.
Παρότι οι σημερινές συνθήκες είναι κατά πολύ διαφορετικές από εκείνες του καλοκαιριού του 2014, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δοκιμάζει τη συνταγή του Αντώνη Σαμαρά με στροφή στην πιο δεξιά πτέρυγα του κυβερνώντος κόμματος και ρίχνει στη μάχη βουλευτές από κρίσιμες εκλογικές περιφέρειες, περιορίζοντας την πολυδιαφημισμένη συμμετοχή τεχνοκρατών και αφήνοντας στην άκρη την περίφημη διεύρυνση προς το κέντρο.
Ο Μάκης Βορίδης στο υπουργείο Εσωτερικών και η προσθήκη του έμπειρου περί τις δημοσκοπήσεις και τα εκλογικά Θόδωρου Λιβάνιου στο επιτελικό “team” του Μεγάρου Μαξίμου ενισχύουν την άποψη για την εκλογική διάταξη του νέου κυβερνητικού σχήματος. Ο νέος υπουργός Εσωτερικών υπήρξε, πριν το 2019, ο ιδεολογικός καθοδηγητής της άποψης για τον περιορισμό με κάθε θεσμικό (…) τρόπο την πιθανότητα να επιστρέψει η αριστερά στην εξουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει την σκληρή κριτική του στο πολιτικό “βαθύ” παρελθόν του Μάκη Βορίδη, υποβαθμίζοντας ανεξήγητα τις οργανωτικές του ικανότητες και τη δυνατότητά του να φιλοτεχνήσει το επιχειρησιακό πλαίσιο μιας πολωτικής διπλής εκλογικής μάχης. Η παραμονή, δε, του Άδωνι Γεωργιάδη στο υπ. Ανάπτυξης, έστω και με ψαλιδισμένες αρμοδιότητες, επιβεβαιώνει την προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να δημιουργήσει πολιτικά και ιδεολογικά αναχώματα έναντι της κινητικότητας στα δεξιά της Ν.Δ.
Αυτά, βεβαίως, ίσως έχουν κόστος στο κεντρώο και κεντροδεξιό ακροατήριο της Ν.Δ, κάτι που μάλλον δεν απασχολεί ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή τον πρωθυπουργό, ίσως επειδή αισθάνεται ακόμα ασφαλής από τη δημοσκοπική εικόνα της κυβέρνησής του, παρά την προϊούσα φθορά από τις παλινωδίες στη διαχείριση της πανδημίας και τις οικονομικές επιπτώσεις που θα φανούν μετά την άνοιξη. Εάν, δε, είναι ακριβή όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας για περιορισμένες ρυθμίσεις σχετικά με τα χρέη που δημιουργήθηκαν μέσα στην πανδημία (ρύθμιση έως 120 δόσεις και αυτή όχι στο σύνολο των πληττόμενων επιχειρήσεων, επαγγελματιών και φυσικών προσώπων), η απογοήτευση, ακόμα και η οργή, θα ενταθούν.
Η ουσία είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εγκαταλείψει κεντρικές φιλελεύθερες δεσμεύσεις, μεταξύ των οποίων αυτή του μικρού και ευέλικτου επιτελικού κυβερνητικού σχήματος, γεγονός που επιβεβαιώνει πως κινείται πλέον με “λύσεις ανάγκης” και με σκοπό την πολιτική του εδραίωση. Η ιδέα, άλλωστε, της στρατηγικής του “2+4” (εκλογές στη διετία για την ανανέωση για μια νέα “καθαρή” τετραετία) διατρέχει, ως φαίνεται, πολλές από τις αποφάσεις του. Η ειρωνία έγκειται στο ότι εισηγητής εκείνης της στρατηγικής, όπως και της πόλωσης με το συνεχές αίτημα για εκλογές πριν το 2019, ήταν ο Τάκης Θεοδωρικάκος, ο οποίος εξοβελίσθηκε από το κυβερνητικό σχήμα αλλά και το κύκλο εξουσίας του Μεγάρου Μαξίμου.