“Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων”- Το νέο βιβλίο του Ν. Σαραντάκου: Το 1821 μέσα από τις λέξεις του…
Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου το καινούργιο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων». Ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει στο προσωπικό του ιστολόγιο: Ανιχνεύοντας το 1821 μέσα από τις λέξεις του, όπως λέει ο υπότιτλός του. Όπως με ενημέρωσε ο Γιάννης Νικολόπουλος, που μαζί έχουμε εκδώσει άλλα πέντε βιβλία μου για τη γλώσσα, από σήμερα θα μπορείτε να το βρίσκετε, εκτός από τα γραφεία του, Ζαλόγγου 9, στα κεντρικά βιβλιοπωλεία ενώ τις επόμενες μέρες θα κατακτήσει όλη την Ελλάδα, αψηφώντας το λοκντάουν και την εξαιρετικά πυκνή κυκλοφορία νέων βιβλίων μετά το άνοιγμα των βιβλιοπωλείων.
Με το βιβλίο αυτό ενέδωσα κι εγώ στην εκδοτική πλημμύρα σχετικά με την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του 2021. Στην αρχή είχα σκεφτεί να το αφήσω για την επόμενη στρογγυλή επέτειο, των 250 χρόνων το 2071, αλλά ύστερα σκέφτηκα να βγάλω τώρα μια πρώτη έκδοση και το 2071 βγάζω μια επαυξημένη.
Θα κυκλοφορήσουν πολλά βιβλία για τα 200 χρόνια της επανάστασης του 21 και δίκαια, αφού είναι το ιδρυτικό γεγονός του νεοελληνικού κράτους οπότε αξίζει να το μελετάμε.
Ο δικός μου σκοπός ήταν να καταρτίσω ένα μικρό λεξικό, ένα λημματολόγιο του Εικοσιένα ώστε να ανιχνεύσουμε το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις του. Οι πηγές που χρησιμοποίησα, είτε με συστηματική αποδελτίωση είτε με κορφολόγημα, ανήκουν στις εξής κατηγορίες κειμένων:
Δημοτικό τραγούδι
Απομνημονεύματα και ημερολόγια (Μακρυγιάννης, Κολοκοτρώνης, Κασομούλης, Φωτάκος, Καρώρης, Κριεζής, Σαχτούρης κτλ.)
Αλληλογραφία επίσημη και ιδιωτική (Αρχείο Μαυροκορδάτου, Φρουράς Μεσολογγίου, Γκούρα, κτλ.)
Συλλογές εγγράφων και ντοκουμέντων (Φυσεντζίδης, Ελληνικά Υπομνήματα, Σπετσιώτικα κτλ.) όπου και πολλές επιστολές.
Τα Αρχεία της Παλιγγενεσίας, που περιλαμβάνουν κυρίως επίσημα κείμενα αλλά και όχι λίγα δείγματα λαϊκού λόγου σε αναφορές πολιτών.
Εφημερίδες της εποχής (Ελληνικά Χρονικά, Φίλος του Νόμου, Γενική Εφημερίς κτλ.)
Μεταγενέστερη ιστοριογραφία (Βακαλόπουλος, Κόκκινος, Κορδάτος, Παπαγιώργης κτλ.)
Μεταγενέστερη λογοτεχνία.
Το τεράστιο αυτό υλικό θα μπορούσε (και ελπίζω κάποτε να μπορέσει) να δώσει μια εκτενή και μάλλον πολύτομη επισκόπηση του γλωσσικού τοπίου του Εικοσιένα· αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι έργο ενός ατόμου. Η δική μου προσπάθεια δεν φτάνει τόσο ψηλά. Εγώ φιλοδόξησα, με την αποδελτίωση και το κορφολόγημα των πηγών, να καταρτίσω και να παρουσιάσω ένα περιορισμένο αλλά αντιπροσωπευτικό λημματολόγιο του 1821.
Όπως είπα πιο πάνω, και όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει διαβάζοντας το βιβλίο, τα περισσότερα κείμενα-πηγές δεν αποτελούν δείγματα γνήσιου και πηγαίου λαϊκού λόγου. Πολλοί αγωνιστές ήταν αγράμματοι ή ολιγογράμματοι και για τις ανάγκες της γραπτής επικοινωνίας τους χρησιμοποιούσαν γραμματικούς· ο Κολοκοτρώνης το 1827 είχε «έξ γραμματικούς και έγραφαν ημέρα νύκτα και δεν επρόφθαναν». Το ίδιο ισχύει και με τις αναφορές των πολιτών προς τη Διοίκηση. Πάντως, σε πολλές επιστολές και αναφορές οπλαρχηγών ή απλών πολιτών ο λόγος είναι αμεσότερος, λαϊκότερος, λιγότερο ευπρεπισμένος. Αυτά τα κείμενα αξίζουν περαιτέρω μελέτη.
Ως προς τα απομνημονεύματα, ο Μακρυγιάννης έμαθε να γράφει για να γράψει ο ίδιος τα Απομνημονεύματά του ενώ ο Κολοκοτρώνης χρησιμοποίησε τον Τερτσέτη, που σίγουρα χτένισε τη γλώσσα της «Διήγησης», ευπρεπίζοντάς την ελαφρώς (στο παραπάνω απόσπασμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Γέρος θα είπε «μέρα νύχτα» και όχι «ημέρα νύκτα»).
Απομνημονεύματα και ημερολόγια έγραψαν και πολλοί που είχαν καλή μόρφωση για τα δεδομένα της εποχής. Κάποιοι επέλεξαν τη βαριά καθαρεύουσα όπως ο Περραιβός. Άλλοι γράφουν σε απλούστερη γλώσσα, όπως ο Ν. Καρώρης ή ο Ν. Κασομούλης, αλλά και πάλι στο κείμενό τους φαίνεται καθαρά η προσπάθεια να ευπρεπίσουν τον λόγο τους αποφεύγοντας (ο Κασομούλης κάποιες φορές σε υπερβολικό, σχεδόν κωμικό βαθμό) τις λαϊκές λέξεις.
Όμως, αντίβαρο στον ευπρεπισμό έρχεται η ανάγκη κατανόησης από τον αναγνώστη κι έτσι πολλές φορές στα κείμενα της εποχής ο απομνηνευματογράφος αναγκάζεται να επεξηγήσει τη λόγια λέξη που χρησιμοποιεί δίνοντας σε παρένθεση τη λαϊκή που είναι γνωστή σε όλους ή ακριβέστερη· έτσι ο Μίχος γράφει για τις σχεδίες στο Μεσολόγγι και εξηγεί σε παρένθεση «(σάλια)», ο Καρώρης σημειώνει ότι έφτιαχναν οχυρώματα αλλά σε παρένθεση διευκρινίζει «(ταμπούρια)» ή ο Κασομούλης αναφέρει για υπαξιωματικούς και επεξηγεί «μαγκατζήδες».
Ωστόσο, η καθαρεύουσα ή η λόγια γλώσσα της εποχής, στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις πολύ απέχει από την βαριά, αρχαΐζουσα γλώσσα που επικράτησε ασφυκτικά στο νεοελληνικό κράτος, στην εκπαίδευση και στον δημόσιο λόγο, επί πολλές δεκαετίες μετά την ίδρυσή του. Αυτό φαίνεται καταρχάς στη δομή του λόγου, που ενώ έχει λόγιο ή μιξολόγιο τυπικό ακολουθεί στη δομή του την αναλυτική τάση της νέας ελληνικής, χωρίς κανένα από τα στολίδια (ή κουσούρια) της αρχαΐζουσας. Ο χαρακτηρισμός του Σπ. Ασδραχά (Μακρ. 3.169) για το ημερολόγιο του Κριεζή, που το βρίσκει «επιφανειακά καθαρολόγο» (η έμφαση στην πρώτη λέξη) ισχύει για πολλά έργα της εποχής.
Και πέρα από τη δομή του λόγου, στα κείμενα του Εικοσιένα το λεξιλόγιο δεν έχει την καταθλιπτική ομοιογένεια των κειμένων μετά τη συγκρότηση του κράτους. Οι λαϊκές λέξεις αποδεικνύονται επίμονες και αξιοθαύμαστα ανθεκτικές και καταφέρνουν να τρυπώνουν στα λόγια κείμενα, ακόμα και στα θεσμικά. Ο Υπουργός Οικονομίας βγάζει αποφάσεις για τα ενοίκια των εθνικών κτημάτων, και για να γίνει κατανοητός προσθέτει σε παρένθεση: «ιλτιζάμια». Ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη συντάσσει την επιστολή προς Κουντουριώτη (ουσιαστικά πρόκειται για δήλωση υποταγής) σε περίτεχνη καθαρεύουσα αλλά δεν αποφεύγει το ζαϊφλίκι: «ήλθον ενταύθα, όπου εξ ατυχίας μου δεν Σας εύρον, διό και ελυπήθην καιρίως, ακούσας μάλιστα ότι ανεχωρήσατε διά ζαϊφλίκι». Ο λογιότατος Ήβος Ρήγας φροντίζει «διά την εξοικονόμησιν μουνιτζιόνης» και όχι πυρομαχικών ή πολεμοφοδίων.
Για να είμαστε δίκαιοι, σε αρκετές περιπτώσεις αυτή η προτίμηση σε λαϊκές λέξεις ή/και τουρκικά δάνεια εξηγείται όχι μόνο από την ανάγκη κατανόησης από τον αναγνώστη αλλά και από την απουσία επεξεργασμένης και εδραιωμένης θεσμικής ορολογίας. Όταν στήθηκαν οι θεσμοί, ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης και πολύ περισσότερο στη συνέχεια, με επιτυχία ο υπουργός αντικατάστησε τον μινίστρο και ο οφικιάλος έδωσε βελούδινα τη θέση της στον αξιωματικό, όπως και ο σπετσέρης στον φαρμακοποιό ή η ντογάνα και το κουμέρκι στο τελωνείο. Βέβαια, στην ορολογία της καθημερινής ζωής, εκεί όπου η ιδιοκτησία του όρου δεν ανήκει στο κράτος αλλά στον πολύ λαό οι αντίστοιχες προσπάθειες στάθηκαν άκαρπες, κάποτε και κωμικές, αλλά αυτό ξεφεύγει από τα όρια του βιβλίου μας. Πάντως, στα περισσότερα κείμενα της εποχής του Εικοσιένα απουσιάζει η τάση προς καθαρισμό, που έφτασε σε παροξυσμό στα χρόνια της καθαρευουσιάνικης κυριαρχίας και παρήγαγε και ένα σωρό κωμικούς «ελληνοπρεπείς» όρους.
Γράφοντας σε απλή καθαρεύουσα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ίσως ο πιο μορφωμένος και πολύγλωσσος Έλληνας του Εικοσιένα, δεν αποφεύγει τις λαϊκές και δάνειες λέξεις: «Με κακοφαίνεται πολύ που το ζαϊφλίκι σου σ’ εμποδίζει από το ν’ ανταμωθώμεν», γράφει στον Καραϊσκάκη, ενώ αλλού ζητάει υποζύγια «διά την μετακόμισιν του ιστιρά» ή ειδοποιεί ότι έφτασε ένας οπλαρχηγός «με έναν καλόν ταϊφά από 40 άνδρας». Ζαϊφλίκι και όχι αρρώστια, του ιστιρά και όχι των προμηθειών, με έναν ταϊφά και όχι με ένα σώμα. Απουσιάζει ή έστω είναι υπό έλεγχο η τάση καθαρισμού.
Όπως είπα, το λημματολόγιο του βιβλίου αριθμεί 300 λήμματα· ο αριθμός είναι εσκεμμένα στρογγυλός, βέβαια, αλλά νομίζω ότι το δείγμα μου είναι αντιπροσωπευτικό του λεξιλογίου των κειμένων, χωρίς να λείπουν βασικοί όροι ή να έχουν προστεθεί σπάνιοι.
Πολλά από τα 300 λήμματα ανακαλούν αμέσως στη μνήμη είτε τον ξεσηκωμό του Εικοσιένα είτε την Τουρκοκρατία: τέτοιοι είναι λογουχάρη οι όροι που αφορούν οθωμανικούς θεσμούς (εγιαλέτι, βιλαέτι, σαντζάκι, καζάς, μεχκεμές, ιλτιζάμι) ή νομίσματα (ρουμπιές, μαχμουτιές) ή αξιώματα (αγάς, πασάς, μπέης, σούμπασης, μπίμπασης, κοτζάμπασης, αρματολός) ή όπλα (καριοφίλι, γιαταγάνι, πάλα) κτλ. Με χοντρικούς υπολογισμούς, οι όροι αυτοί είναι περίπου οι μισοί του λημματολογίου. Οι άλλοι μισοί είναι όροι που απαντούν σε κείμενα της εποχής αλλά δεν συνδέονται ειδικά με το Εικοσιένα.
Για να καταρτίσω το λημματολόγιο, σκέφτηκα τον αναγνώστη που διαβάζει κείμενα του Εικοσιένα, σκοντάφτει σε μια λέξη που του είναι άγνωστη (π.χ. τζεπχανές, μπίμπασης) αλλά δεν τη βρίσκει στα σημερινά λεξικά. Μια αποδελτίωση του Μακρυγιάννη, της Διήγησης, του Κασομούλη και άλλων βασικών κειμένων έδωσε ένα πρώτο λημματολόγιο. Και ενώ η αρχική μου σκέψη ήταν να περιοριστώ στις λέξεις που απουσιάζουν από τα σημερινά λεξικά, μια αρχή που είχα εφαρμόσει στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται, τελικά έκρινα ότι το εγχείρημα θα ήταν κουτσό αν έλειπαν λέξεις του βασικού λεξιλογίου του Εικοσιένα που εξακολουθούν να βρίσκονται στα σημερινά λεξικά (π.χ. αγάς, πασάς, γρόσια, γιαταγάνι, ταμπούρι). Κι έτσι, συμπλήρωσα το λημματολόγιο και με τέτοιες λέξεις.
Από τα 300 λήμματα περίπου το 1/3 βρίσκονται στα σημερινά λεξικά· για την ακρίβεια, τα 97 λημματογραφούνται στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Πολλές από αυτές τις λέξεις που διατηρούνται στα σημερινά λεξικά αναφέρονται σε θεσμούς, πρόσωπα και πράγματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως το βιλαέτι ή τα γρόσια, οπότε σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως για αναφορά στον καιρό εκείνο· άλλες πάλι χρησιμοποιούνται, συχνά με μεταφορική ή μετατοπισμένη σημασία, και για σημερινές καταστάσεις, όπως το μετερίζι.
Οπότε στο λημματολόγιο συμπεριέλαβα: αφενός, λέξεις που ανήκουν στο βασικό λεξιλόγιο του Εικοσιένα, είτε υπάρχουν στα σημερινά λεξικά είτε όχι· αφετέρου, λέξεις που συναντά συχνά ο αναγνώστης στα κείμενα των αγωνιστών και της εποχής αλλά δεν ανήκουν στο ειδικό λεξιλόγιο του Εικοσιένα (π.χ. βενέτικο, γεμιτζής, γκιουλές, πλίκος, ρίζιμο, σκαμπαβία), εφόσον όμως δεν μπορούν να βρεθούν στα σημερινά λεξικά. Για να φέρω ένα παράδειγμα με λέξεις από τον Μακρυγιάννη, το μπαϊράκι και το ρεχέμι είναι λέξεις του βασικού ειδικού λεξιλογίου του Εικοσιένα, η πρώτη από τις οποίες διατηρείται και στα σημερινά λεξικά, ενώ η δεύτερη όχι. Η χάψη [φυλακή] ή το ρήμα γκιζεράω [περιφέρομαι] δεν είναι λέξεις του ειδικού λεξιλογίου, αλλά δεν υπάρχουν στα σημερινά λεξικά κι έτσι τις συμπεριέλαβα κι αυτές στο λημματολόγιό μου, όπως και κάποιες λέξεις που υπάρχουν αλλά η σημασία τους έχει μετατοπιστεί (λουφές, κονάκι κτλ.). Αντίθετα, απέρριψα τον όρο «κιοτής», παρόλο που τον χρησιμοποιούν αρκετά ο Μακρυγιάννης και άλλα κείμενα της εποχής, διότι δεν έχει αλλάξει σημασία, σημαίνει πάντοτε τον δειλό, και συμπεριλαμβάνεται στα σημερινά λεξικά, όπου μπορεί να ανατρέξει όποιος δεν είναι βέβαιος για τη σημασία του.