To “αυστηρό” editorial του “Βήματος” και η επίθεση στον Σκυλακάκη
Οι χθεσινές αποκαλύψεις του “Βήματος” και της “δημοκρατίας” για “παράλληλο σύστημα καταγραφής κρουσμάτων” από τον ΕΟΔΥ προκάλεσε μεγάλη ταραχή στην κυβέρνηση και έπληξε την αξιοπιστία των κυβερνητικών χειρισμών ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η εφημερίδα του συγκροτημάτος Μαρινάκη δεν σταμάτησε εκεί. Εκείνο το οποίο διέλαθε ίσως της προσοχής αρκετών ήταν το editorial (κεντρικό άρθρο γνώμης που εκφράζει τη διεύθυνση, άρα και την…ιδιοκτησία) με ιδιαίτερα αυστηρές επισημάνσεις για ευθύνες, ολιγωρίες και αβελτηρία της κυβέρνησης ειδικά στην περίπτωση της εξάπλωσης της πανδημίας στη Βόρεια Ελλάδα. Ενώ σε άλλη στήλη ο διευθυντής της εφημερίδας Αντώνης Καρακούσης “τα ψέλνει” στον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θόδωρο Σκυλακάκη, έναν υπουργό-κλειδί που αναφέρεται προσωπικά στον πρωθυπουργό.
“Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός επιβάλλεται να διερευνήσει το όλο θέμα και αναλόγως να λάβει τις δέουσες αποφάσεις. Δεν επιτρέπεται στο παρόν περιβάλλον να κρύβουμε την αλήθεια κάτω από το χαλί”, γράφει συγκεκριμένα το “Βήμα” απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό.
Παρά το γεγονός πως τα “Νέα”, άλλη εφημερίδα του συγκροτήματος, δεν κάνει αναφορά στην πρώτη της σελίδα, σήμερα, στην αποκάλυψη του “Βήματος”, ο συνδυασμός των παραπάνω μηνυμάτων από το “Βήμα” έχουν ενδιαφέρον.
Το editorial του “Βήματος”
Το υπερμεταδοτικό και θανατηφόρο φθινοπωρινό πανδημικό κύμα που ενέσκηψε στη Βόρεια Ελλάδα αιφνιδίασε τις υγειονομικές αρχές, κλόνισε τα τοπικά νοσοκομεία και εν πολλοίς άλλαξε την επιδημιολογική εικόνα της Ελλάδας, μεταφέροντας ρίγη ανησυχίας σε όλον τον πληθυσμό.
Αυτή την ώρα δοκιμάζονται πραγματικά οι μεγαλύτερες πόλεις της Κεντρικής Μακεδονίας, η διάδοση της νόσου έχει στην κυριολεξία ξεφύγει, τα νοσοκομεία δεν αντέχουν να περιθάλψουν το πλήθος των ασθενών που καταφεύγουν σε αυτά, έχουν προ πολλού εξαντλήσει δυνάμεις και δυνατότητες και αναγκάζονται να μεταφέρουν ασθενείς ακόμη και στην Αττική.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι η κατάσταση ξέφυγε στη Μακεδονία επειδή η χαλάρωση περίσσεψε και τα αντανακλαστικά έλειψαν, παρότι υπήρχε σχετική εμπειρία από την ανοιξιάτικη πρώτη εισβολή του κορωνοϊού στην Ελλάδα και είχε φανερωθεί από τότε η ευπάθεια της συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης.
Προβληματίζει δε εντόνως το γεγονός ότι μέχρι πρότινος η Θεσσαλονίκη και οι περισσότερες από τις δοκιμαζόμενες σήμερα μακεδονικές πόλεις θεωρούνταν από τις Αρχές πρότυπα αντιμετώπισης της πανδημίας, παρότι υπήρχαν πάμπολλα σημάδια ικανά να προκαλέσουν την ανησυχία των υπευθύνων.
Πλήθος στοιχείων και μαρτυριών βεβαιώνουν ότι κάποιοι ολιγώρησαν, ότι η επιδημιολογική κατάσταση στη Βόρεια Ελλάδα υποεκτιμήθηκε, και σήμερα δεν πληρώνουμε τίποτε άλλο παρά την αβελτηρία των υπευθύνων.
Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι τα κρούσματα ήταν από καιρό πολύ περισσότερα από όσα επισήμως μεταδιδόταν και το φορτίο της νόσου αναπτυσσόταν δυναμικά κάτω από τα μάτια των υπευθύνων.
Χαρακτηριστική θεωρείται η περίπτωση της Δράμας, όπου εκτιμάται πως τα δημοσιοποιούμενα κατά καιρούς στοιχεία δεν απέδιδαν την υγειονομική κατάσταση της πόλης. Τώρα πια επιβεβαιώνεται ότι νοσεί σχεδόν το 25% της πόλης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αντοχές και τις δυνατότητες του τοπικού νοσοκομείου.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αποδίδουν τις περισσότερες ευθύνες στον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), κατηγορώντας τους υπευθύνους για ανοργανωσιά, διαχειριστικά ελλείμματα, αμβλυμμένη προσοχή και αμφισβητούμενα ως προς την ακρίβειά τους επιδημιολογικά στοιχεία.
Οι πιο ενημερωμένοι μάλιστα απευθύνουν πιο βαριές κατηγορίες, μιλούν για μεροληψίες και ξεχωριστές επιλογές που είναι απολύτως ασύμβατες προς τις τρέχουσες συνθήκες.
Είναι γνωστές άλλωστε σε όλους οι συγκρούσεις μεταξύ της ομάδας των λοιμωξιολόγων και των υπευθύνων του ΕΟΔΥ. Οι ίδιοι όταν ερωτώνται απαντούν ότι «ο ΕΟΔΥ τεστ διενεργεί, τις αποφάσεις λαμβάνουν οι λοιμωξιολόγοι». Και εκείνοι ανταπαντούν πως «με στοιχεία αμφιβόλου ποιότητος δεν μπορείς να ασκήσεις σωστή πολιτική, ούτε να επέμβεις έγκαιρα, όπως απαιτούν οι περιστάσεις».
Το υπουργείο Υγείας από την πλευρά του δικαιολογείται ότι «πανδημία έχουμε, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τις εξελίξεις, ακόμη και ισχυρές χώρες όπως η Γερμανία και άλλες έπεσαν τραγικά έξω, το φθινοπωρινό κύμα τις ξεπέρασε κι αυτές, μην αποδίδετε σε εμάς ευθύνες».
Και σπεύδουν να προσθέσουν ότι «θα μπορούσαμε πιθανώς να είχαμε επιβάλει απαγορευτικό λίγες μέρες νωρίτερα, αντιδράσαμε στα 2.000 κρούσματα ημερησίως, άλλες χώρες έδρασαν πολύ αργότερα».
Αυτές οι απαντήσεις ωστόσο δεν επαρκούν και βεβαίως δεν πείθουν. Πολύ περισσότερο όταν νοσηλεύονται εκατοντάδες διασωληνωμένοι και μετρούμε πάνω από 1.000 νεκρούς σε λίγες μέρες, οι οποίοι δυστυχώς θα συνεχίσουν να αυξάνονται ταχύτατα το προσεχές διάστημα.
Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η κυβέρνηση είναι ενήμερη για τις διαβρωτικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του ΕΟΔΥ και της επιτροπής των λοιμωξιολόγων, όπως και για τις πολλές σκιές που συνοδεύουν συγκεκριμένα πρόσωπα και τους ακόμη περισσότερους ψιθύρους που διατρέχουν την κοινότητα.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός επιβάλλεται να διερευνήσει το όλο θέμα και αναλόγως να λάβει τις δέουσες αποφάσεις. Δεν επιτρέπεται στο παρόν περιβάλλον να κρύβουμε την αλήθεια κάτω από το χαλί…
Το άρθρο Καρακούση για Σκυλακάκη
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών και άρχων πλέον, κατά τα φαινόμενα, του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης κ. Θ. Σκυλακάκης μιλώντας στο Κοινοβούλιο για τον προϋπολογισμό του ευτυχούς 2021 και απαντώντας στις αιτιάσεις του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για περισσότερες δαπάνες το 2021 ώστε να ελεγχθούν κατά το δυνατόν οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, σημείωσε εμφατικά: «Κάθε ευρώ που σήμερα δαπανούμε είναι μελλοντικοί φόροι. Δεν υπάρχει κανένας καλός πατερούλης που δίνει σήμερα δωρεάν».
Η αρχή που επικαλέστηκε ο υπουργός είναι βάσιμη μεν, ωστόσο αγνοεί την τρέχουσα πραγματικότητα, εν προκειμένω την πρωτοφανή υγειονομική κρίση και τη μεγάλη οικονομική που τη συνοδεύει.
Σε ένα στατικό οικονομικό περιβάλλον όντως κάθε ευρώ που δαπανούμε σήμερα θα μετατραπεί σε αντίστοιχου ύψους φόρο αύριο.
Σε μια πολεμική κατάσταση όμως σαν τη σημερινή δεν παλεύεις με τέτοια δόγματα. Αν για παράδειγμα είχαμε πόλεμο, ο κ. Σκυλακάκης θα απέτρεπε την κυβέρνηση να ξοδέψει για όπλα; Υποθέτουμε προφανώς πως όχι, αντιθέτως θα παρέτασσε όλες τις δυνάμεις υπέρ βωμών και εστιών.
Κατ’ αναλογίαν, αυτό συμβαίνει και τώρα. Στην παρούσα δυναμικά μεταβαλλόμενη και εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση το δόγμα Σκυλακάκη πάσχει, είναι ασθενές, δεν επαρκεί, δεν αποτελεί λύση.
Μια κυβέρνηση που διαχειρίζεται κρίσεις σαν κι αυτή που αντιμετωπίζουμε τώρα δεν μπορεί να δεσμεύεται από όσα μπορεί να συμβούν σε μεσομακροπρόθεσμη βάση, έπειτα από δύο ή τρία χρόνια.
Δεν μπορεί να δηλώνει, με πίστη σχεδόν θεολογική, πως ό,τι ξοδεύουμε σήμερα για να αποφύγουμε την κατάρρευση της οικονομίας, τη χρεοκοπία των επιχειρήσεων και τον αφανισμό των νοικοκυριών θα το πληρώσουμε αύριο σε φόρους και να αποφεύγει έτσι όσες εκείνος θεωρεί υπερβάλλουσες δαπάνες.
Γιατί απλούστατα, πέραν των άλλων, το δόγμα και επιχείρημά του δεν είναι και οικονομικά σωστό. Αντιθέτως, μπορεί να αντιτάξει κανείς πως όσο περισσότερα ξοδέψεις στο τρέχον εξάμηνο τόσο περισσότερες χρεοκοπίες θα αποφύγεις και τόσο περισσότερες διασώσεις θα επιτύχεις, καθιστώντας την επερχόμενη διαδικασία της ανάκαμψης ευχερέστερη και ταχύτερη.
Οπότε, το παραπάνω ευρώ που θα ξοδέψεις σήμερα θα αφήσει πίσω του καλύτερη και αποδοτικότερη οικονομία, ικανή να αποδώσει περισσότερα έσοδα με χαμηλότερους φόρους. Δηλαδή ένα ευρώ δαπάνης σήμερα θα μπορεί να επιστραφεί ολάκερο με φόρο 20 λεπτών αύριο, από μια οικονομία πιο ζωντανή και ταχέως αναπτυσσόμενη.
Και επιπλέον, γιατί μια πολιτική ηγεσία που ενδιαφέρεται για τη διάσωση της χώρας και της οικονομίας νοιάζεται αν θα χρειαστεί αύριο να επιβάλει φόρους;
Και τη διάσωση ξοδεύοντας παραπάνω σήμερα μπορεί να υποστηρίξει και την επιβολή πρόσθετων φόρων δύναται να απαιτήσει αύριο από τον λαό, αν οι συνθήκες το επιβάλλουν.
Εκτός και αν κάνει άλλους υπολογισμούς και αναγνωρίζει πολιτικούς κινδύνους από ενδεχόμενο άνοιγμα ενός νέου εκλογικού κύκλου αργότερα.
Αλλά μάλλον ο κ. Σκυλακάκης είναι πιο επίπεδος και δεν καθοδηγείται από πολιτικά σχέδια. Η εμμονή του είναι ιδεολογική, εκκινεί απλώς από τη στάση του Χούβερ απέναντι στον Κέινς, ο οποίος στον καιρό της μεγάλης ύφεσης και της ανθρώπινης καταστροφής του 1929 απαιτούσε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και αρνιόταν την αύξηση των δαπανών.