Πως να αντιστρέψουμε ένα Τουρκικό “τζακπότ” στη Σύνοδο Κορυφής
Η προσεχής σύνοδος κορυφής της ΕΕ είναι εξαιρετικά κρίσιμη κι ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας έβαλε θαρραλέα το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων. Η Γερμανία και οι άλλοι τουρκόστροφοι «εταίροι» πρέπει επιτέλους να αποδείξουν με πράξεις ότι συμμετέχουν σε μια ένωση αξιών και αλληλεγγύης και δεν «τουμπάρονται» από τις προσχηματικές κι ευκαιριακές τουρκικές δολιχοδρομίες. Αλλά κι εμείς να επικεντρωθούμε με σχέδιο και στρατηγική στα σημαντικότερα από τα δύσκολα που έρχονται για να αντιστρέψουμε με διπλωματική επιδεξιότητα τα όσα επικίνδυνα κυοφορούνται σε βάρος μας.
του Γιάννη Βαληνάκη*
Γιατί, ας το ξεκαθαρίσουμε προκαταρκτικά, δεν έχει νόημα «να κάνουμε τον δύσκολο» στις προσχηματικές τουρκικές (αλλά και ευρωπαικές) προσκλήσεις για διάλογο ενόψει της Συνόδου Κορυφής για να τις αποδεχθούμε χωρίς όρους, κανόνες και ευρωπαικές εγγυήσεις στη συνέχεια!
Ο δύσκολος δρόμος της στρατηγικής υπομονής
Η κυβέρνηση υπέμεινε για καιρό και με μεγάλη αυτοσυγκράτηση τις «περιοδείες» της τουρκικής αρμάδας στην Αν.Μεσόγειο με το σκεπτικό ότι η πασιφανέστατη κι αυξανόμενη προκλητικότητα του Ερντογάν επιτέλους θα οδηγούσε τους εταίρους μας σε αποφάσεις για ουσιαστικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας.
Η τελευταία, για να αποφύγει την προοπτική αυτή θα αποδεχόταν ένα «λογικό» διμερή διάλογο και θα λύνονταν έτσι τα χρόνια προβλήματα μαζί της, ώστε να επικεντρωθούμε επιτέλους στην πολυπόθητη ανάπτυξη. Είτε το πιστεύαμε πλήρως πραγματικά, είτε προσπαθούσαμε να κερδίσουμε χρόνο για ανασύνταξη δυνάμεων, η στάση αυτή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Εδώ και τρεις μήνες παρακολουθούμε (ιδίως όσοι θεωρούμε ότι το θέμα αξίζει της προσοχής του ελληνικού λαού) το Ορούτς Ρέις και την αρμάδα του να παραβιάζει τα «δυνάμει» (πάντως ακόμη μη προσδιορισθέντα έστω ως διαπραγματευτική θέση) κυριαρχικά μας δικαιώματα (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ). Δεν θα επιμείνω εδώ —όχι γιατί στερούνται όμως σημασίας— στο ότι η τουρκική πλευρά με την διείσδυσή της στα 5,8 ν.μ. μας λέει ηχηρά ότι δεν αναγνωρίζει την ελληνική κυριαρχία στη Στρογγύλη. Ούτε στο ότι η εθνική κυριαρχία παραβιάστηκε και στον αέρα αφού τα τουρκικά ελικόπτερα που απονηώνονται απ’ τις φρεγάτες μοιραία παραβίασαν και τα 10 ν.μ. χωρίς να γνωρίζουμε αν υπήρξε έστω παρενόχληση από μέρους μας.
Ας δεχθούμε κι ότι η μετάπτωση από μια εντυπωσιακή στρατιωτική κινητοποίηση στην αρχή (όταν η αρμάδα βρισκόταν πάνω από 100ν.μ. νότια του Καστελόριζου) στην ανησυχητικά υποτονική σημερινή είχε στόχο να επηρεάσει θετικά τη Γερμανία και τους φίλους της και να εξοικονομήσουμε γενικά δυνάμεις.
Η στρατηγική υπομονή που αποφάσισε να ακολουθήσει η κυβέρνηση στηριζόταν σε ένα αποτρεπτικό σχέδιο με κατά τα φαινόμενα τρεις πυλώνες: τις ευρωπαικές κυρώσεις, τις διπλωματικές συμμαχίες και την άρον-άρον προσθήκη νέων εξοπλισμών.
Στον πρώτο και δεύτερο πυλώνα-στόχο ήρθαν γρήγορα οι ψυχρολουσίες από την υποκριτική και αναβλητική αδιαφορία κρίσιμων εταίρων μας αλλά και τρίτων κρατών απέναντι στις προκλήσεις και την περιπαικτική τακτική του Ερντογάν. Το ίδιο κι από το επεισόδιο επακούμβησης, αλλά και τη διάψευση της ελπίδας ότι με διπλωματική πίεση κάπου κάποιοι θα αντιδρούσαν με πρακτικά μέτρα ενισχύοντας έτσι την ελληνική αποτροπή. Κι αν αυτή παρ’ελπίδα αποτύγχανε κι η τουρκική πλευρά σκηνοθετούσε μια δήθεν «αμυντική»/απαντητική επίθεσή της εναντίον μας, ότι θα στέκονταν στρατιωτικά δίπλα μας. Απογοητεύσεις προέκυψαν κι όταν καθ’οδόν διαπιστώθηκαν οι μικροί και μεγαλύτεροι εκβιασμοί γειτόνων που λόγω της διπλωματικής μας ανάγκης για άμεσες οριοθετήσεις ζήτησαν (και αναγκαστικά πήραν) περισσότερα από όσα δικαιούνταν υπό κανονικές συνθήκες—άσχετα βέβαια με την αναμφίβολη ορθότητα των κινήσεων αυτών. Στον τρίτο στόχο, μπλέξαμε στην κληρονομιά μιάς δεκαετούς εθνικής αδυναμίας/ αδιαφορίας ακόμη και για στοιχειώδεις εξοπλισμούς, αλλά και στους ανελέητους ανταγωνισμούς κρατών-εξαγωγέων όπλων, εταιρειών και οπλικών συστημάτων.
Κυρίως όμως «κολλήσαμε» ανεξήγητα άδοξα στον στρατηγικό στόχο: στην εξασφάλιση πραγματικής στρατιωτικής συνδρομής από αποφασισμένη Μεγάλη Δύναμη (βλ. Γαλλία) για τη δύσκολη στιγμή μιάς εχθρικής επίθεσης.
Η παραπάνω στρατηγική είχε μιά λογική, με την έννοια ότι ακολουθούσε ουσιαστικά την πεπατημένη δεκαετιών. Όταν όμως οι συνθήκες έχουν αλλάξει, εμείς μείναμε πίσω και η Τουρκία έχει «απασφαλίσει», η παλαιά συνταγή αποδείχθηκε ανεπαρκής. Η στρατηγική δυστυχώς δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και είναι γι αυτό επιτακτική ανάγκη να συνεχιστούν άμεσα οι διορθωτικές κινήσεις.
Κυρώσεις που να “δαγκώνουν”
Ξέρουμε από την προιστορία διεθνών ή ευρωπαικών κυρώσεων ότι οι διεθνείς κυρώσεις συνήθως δεν «δαγκώνουν»: είναι συμβολικές, δύσκολα αποφασίζονται από ομάδες χωρών (κι αυτό όταν πλέον επανειλημμένες λεκτικές καταδίκες δεν εισακούονται), δεν γίνονται σεβαστές από όλους τους υπόχρεους, δεν οδηγούν συνήθως στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, δεν κρατάνε χρονικά πολύ και γι αυτό αποδυναμώνονται και τελικά αίρονται. Η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία, η ΕΕ επέβαλε εμπάργκο αλλά δεν άλλαξε, ούτε κάτι ουσιαστικό «επί του πεδίου», ούτε η διεθνής συμπεριφορά της.
Ο στόχος πρέπει λοιπόν να είναι κυρώσεις που να «δαγκώνουν» την Τουρκία. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι η τεχνική προετοιμασία που έπρεπε να γίνει από πλευράς ΕΕ, κρατών-μελών και γενικότερα, πράγματι οδηγεί στον στόχο αυτόν τουλάχιστον σε λίγες μέρες. Ούτε η προσπάθεια είναι τεχνικά εύκολη (πχ. σε σχέση με την τελωνειακή ένωση) δεδομένων και των μεγάλων εμπορικών συμφερόντων που διακυβεύονται. Τέλος, αρκεί ένα και μόνο κράτος-μέλος (και δυστυχώς υπάρχουν τέτοια) στη σύνοδο κορυφής για να μπλοκάρει, καθυστερήσει, «ξεδοντιάσει» οποιαδήποτε απόφαση και σοβαρή προσπάθεια. Φυσικά, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε κι εμείς να απειλήσουμε (χωρίς περιττές ακρότητες) τους μη-αλληλέγγυους εταίρους μας με αντίστοιχα «βέτο» εκεί όπου «καίγονται» για μιά σημαντική γι αυτούς ομόφωνη απόφαση.
Σωστά λοιπόν το ΥΠΕΞ πρόσθεσε στην εθνική φαρέτρα, καθ’οδόν και μπροστά στην τουρκική αδιαλλαξία και την υποκρισία ορισμένων εταίρων, και πρόσθετα πολιτικά εργαλεία πίεσης κατά της Άγκυρας: το εμπάργκο όπλων από κρίσιμους εταίρους και την αμφισβήτηση/ αναθεώρηση της Συμφωνίας τελωνειακής ένωσης.
Ορθότατα επίσης ρίχτηκαν πιά ανοιχτές βολές και με τα κατάλληλα επιχειρήματα προς τη Γερμανία, που υποδύεται την προεδρεύουσα φιλειρηνική δύναμη της ΕΕ αλλά τηρεί εγωιστικά «ίσες» αποστάσεις και πουλάει επιθετικά όπλα στη χώρα που προσβάλλει βάναυσα τα ευρωπαικά σύνορα και τις αξίες της Ένωσης. Υπάρχουν βάσιμες ελπίδες για έστω κάποιο πάγωμα στην πώληση των πιο επικίνδυνων όπλων και σίγουρα η προσπάθεια αξίζει. Πεδίο δόξης λαμπρό είναι και η Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης αφού αποτελεί πρακτικά το πιο ελκυστικό «τυράκι» για τον Ερντογάν.
Το επαλειλούμενο “τζακπότ” Ερντογάν και Μέρκελ στην “καμπούρα” μας
Όλα τα παραπάνω έχουν σημαντική αξία, είναι όμως ενδιάμεσοι στόχοι. Η ζωτικότερη επιδίωξή μας στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής πρέπει να είναι άλλη: η διασφάλιση ενεργού υποστήριξης της ΕΕ απέναντι στον χαρακτήρα και το πολιτικό πλαίσιο του ελληνοτουρκικού διαλόγου (και του Κυπριακού): με όρους, κανόνες και εγγυήσεις, φιλειρηνικό και «ευρωπαικό», κι όχι με απειλές και εκβιασμούς «αλα- τούρκα».Δυστυχώς δεν φαίνεται να αντιλαμβανόμαστε ότι πολλοί στην ΕΕ μάς εξωθούν υποκριτικά και ανυπόμονα « για να ξεμπερδεύουν» στην αποδοχή ουσιαστικά και των τριών τουρκικών (και γερμανικών) στόχων: α)σε ένα επικίνδυνο χωρίς όρους και κανόνες τουρκικής έμπνευσης διμερή «διάλογο», β) σε μιά καταστροφική πολυμερή (επίσης τουρκικής έμπνευσης) διάσκεψη για την Αν.Μεσόγειο, αλλά και γ) στην εξίσου υπονομευμένη πενταμερή για το Κυπριακό. Κι όλα αυτά με … «αντάλλαγμα»(!) μάλιστα τη θετική ατζέντα για την Τουρκία! Πραγματικό «τζάκποτ» για την Άγκυρα, το Βερολίνο και τους φίλους τους: Ο Ερντογάν θα πετύχει δηλαδή και τους τρεις πραγματικούς διπλωματικούς του στόχους σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου, και σε…αντάλλαγμα θα αμοιφθεί και από πάνω για τις «παραχωρήσεις» του με την «θετική ατζέντα» ! Έτσι εννοεί ο ίδιος το «καζάν-καζάν» και τον βοηθούν και διάφοροι πρόθυμοι να δρομολογήσει.
Είναι κατά συνέπεια εθνικά καίριο αυτή τη φορά να αντιστρέψουμε την συνήθη κι εύκολη ροπή των περισσότερων εταίρων μας προς τις δήθεν «ίσες» αποστάσεις.
Μετά από όσα συνέβησαν κι ακριβώς γιατί έζησαν τα μεγαλοιδεατικά παραληρήματα του Ερντογάν, πρέπει επιτέλους τώρα να στηρίξουν τη δική μας —απόλυτα λογική αλλά και πλήρως ευρωπαική— θέση για διάλογο μόνο στη βάση ουσιαστικών προυποθέσεων και μόνο για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Ο κυριότερες στόχος: Οι πέντε προϋποθέσεις για διάλογο
Η χώρα του Οδυσσέα δεν επιτρέπεται να προσέλθει σε επικίνδυνο και άνευ όρων διάλογο. Οφείλει να αντιστρέψει την υπονόμευση που επαπειλείται και ως μείζονα στόχο να εξασφαλίσει ότι όταν και αν συμφωνηθεί ελληνο-τουρκικός διάλογος, για να έχει για μάς (και τους εχέφρονες εταίρους μας στην ΕΕ) οποιοδήποτε νόημα, πρέπει να πληροί πέντε καίριες προυποθέσεις:
- Η Τουρκία πρέπει να καταδικάσει πειστικά τις απειλές και τη χρήση βίας (όχι γενικά κι αόριστα και για μερικές μέρες!).
- Ο διάλογος για τις θαλάσσιες ζώνες είναι νοητός μόνο στη βάση της Συνθήκης του ΟΗΕ για το δίκαιο της θάλασσας και των σχετικών διεθνών Συνθηκών και συμφωνιών (Λωζάνης, Παρισίων κλπ).
- Να παραδώσει η Άγκυρα όλο τα ευρήματα των παράνομων ερευνών που διεξήγαγε στην Ανατ.Μεσόγειο.
- Η ΕΕ να εγκαταλείψει, τόσο την (τουρκική!) ιδέα περί πολυμερούς διάσκεψης για την Αν.Μεσόγειο, όσο και την επανέναρξη διαπραγματεύσεων υπό τον ΟΗΕ («πενταμερή») για το Κυπριακό υπό νέους εκβιασμούς και επαπειλούμενα τετελεσμένα.
- Η ΕΕ να στηρίξει/εγγυηθεί το παραπάνω πλαίσιο προκαταρκτικών όρων με τις αποφάσεις της στην Σύνοδο Κορυφής και να το προτάξει ως προυπόθεση για οποιαδήποτε θετική ατζέντα ΕΕ-Τουρκίας.
Ανάλογες προυποθέσεις (ομοσπονδία κι όχι συνομοσπονδία, εγκατάλειψη των σχεδίων για το Βαρώσι κλπ) πρέπει να τεθούν και για μια νέα Πενταμερή για το Κυπριακό. (Εξυπακούεται ότι οι παραπάνω προκαταρκτικοί όροι αφορούν στον καθαρά διερευνητικό διάλογο κι όχι στην ουσία του και στις διαπραγματευτικές θέσεις με τις οποίες θα προσέλθουμε για την οριοθέτηση —-για τις οποίες θα επανέλθουμε χωριστά).
Με την πρόσφατη δήλωσή του για τις ευθύνες της Γερμανίας, τις παλαιότερες απέναντι στις κουτοπονηριές του Τούρκου ομολόγου του, αλλά και την συμφωνία αμοιβαίας συνδρομής με τα ΗΑΕ, ο υπουργός Εξωτερικών δεν εξέφρασε μόνο μιά Ελλάδα που μάχεται για όλα τα δικαιώματά της, αλλά έδειξε και την κατεύθυνση προς μια πιο διεκδικητική στρατηγική. Στο πλαίσιο αυτό και εστιάζοντας με επιδεξιότητα στα πράγματι σημαντικότερα, μπορούμε στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, όχι μόνο να αποφύγουμε μιά ακόμη εθνική απογοήτευση, αλλά και να καταγράψουμε επιτέλους και μιά πραγματική τακτική νίκη. Δεν μπορεί με τη δική μας ψήφο να υπάρξει «θετική ευρωτουρκική ατζέντα» και με την ψήφο των εταίρων μας να μείνουμε τελικά μόνοι σε ένα υποθηκευμένο «διάλογο» με ένα ανεξέλεγκτο και πολεμοχαρή γείτονα. Τι νόημα θα έχει τελικά να αρνούμαστε ηρωικά την προσχηματική πρόσκληση Ερντογάν για διάλογο μέχρι τη Σύνοδο για να την αποδεχθούμε αμέσως μετά απλώς μεταμφιεσμένη ως δήθεν αποτέλεσμα ευρωπαικών πιέσεων στην Άγκυρα και αντίστοιχης υποχώρησής της;