Μετά τις εκλογές: Το «σπασμένο σύστημα» της Αμερικής
Το τι συμβαίνει στην Αμερική, την ηγετική δύναμη του δημοκρατικού στρατοπέδου, είναι προφανές ότι μας αφορά και ως Ευρωπαίους. Για πολλούς η Αμερική του Τραμπ είχε εκτροχιαστεί με έναν λαϊκιστή, ακραίο, και απρόβλεπτο ηγέτη. Και μόνο ότι η χώρα είχε αυτόν ως πρόεδρο, ήταν δείγμα ότι περνούσε σοβαρή κρίση. Αν και στην πραγματικότητα, ήταν πριν τον Τραμπ που η Αμερική μετατράπηκε σε μία επικίνδυνη και άνομη υπερδύναμη. Πάντως, οι τελευταίες εκλογές φάνταζαν κρίσιμες τόσο για την Αμερική, όσο και για τους συμμάχους της, αλλά και την παγκόσμια κοινότητα.
Του Γιάννη Λούλη
Η φθίνουσα πολιτική συμμετοχή των Αμερικανών στις κάλπες τα τελευταία χρόνια, θεωρήθηκε σωστά ως κρίση του πολιτικού συστήματος. Πολύ περισσότερο μάλιστα, που οι απέχοντες ήσαν κυρίως νεότερες γενιές, δηλαδή εκείνες που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του μέλλοντος. Αυτές οι γενιές ένιωθαν αποκομμένες από ένα παθογενές πολιτικό σύστημα.
Την ίδια ώρα όμως, παρατηρώντας την πρόσφατη εκλογή μάχη, θα ήταν σοβαρό λάθος να θεωρήσουμε την τωρινή εκρηκτική εκλογική συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές, που είναι η μεγαλύτερη του αιώνα μας, ως δείγμα πολιτικής υγείας. Αντίθετα παραπέμπει σε βαθιά παθογένεια. Άλλωστε εδώ και χρόνια, η πολιτική επιστήμη σε διαχρονικές αναλύσεις της είχε καταλήξει πως ξαφνικές εκρήξεις εκλογικής συμμετοχής δεν αποτελούν απαραίτητα θετική εξέλιξη.
Και τούτο συμβαίνει διότι είναι εστία βαθύτατης πόλωσης. Αυτό ίσχυσε απολύτως στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές. Ενώ ένα είναι το σίγουρο: Ο Τραμπ δεν είναι η κεντρική πηγή της κρίσης. Αλλά το σύμπτωμά της.
Τούτη τη φορά οι δημοσκοπήσεις δεν έπεσαν κραυγαλέα έξω όπως το 2016. Ταυτόχρονα όμως, αν και κατέγραψαν τη φθορά του Τραμπ, υπερτίμησαν τη δυναμική του Μπάιντεν. Οι κρίσιμες πολιτείες που έδωσαν στον τελευταίο τους εκλέκτορες που χρειάζονταν για να εκλεγεί, αποδείχτηκαν πολύ πιο οριακές από εκείνες που κατέγραφαν οι δημοσκοπήσεις. Ο
Μπάιντεν κέρδισε τις τρεις πολιτείες που έχασε άκρως οριακά η Χίλαρι Κλίντον, συν τη Γεωργία, σε ένα αγχώδες και ατελείωτο θρίλερ. Επίσης οι αντοχές του Τραμπ, δημοσκοπικά υποτιμήθηκαν. Εκεί πάντως που οι δημοσκοπήσεις και οι εκτιμήσεις πολλών ειδικών έπεσαν έξω, ήταν σε ένα άλλο πεδίο: Διαψεύσθηκε το σενάριο για το διαβόητο «μπλε κύμα» (με το μπλε να είναι το χρώμα των Δημοκρατικών) σύμφωνα με το οποίο θα σάρωναν οι Δημοκρατικοί το Κογκρέσο και τη Γερουσία.
Η τελευταία ως θεσμός, είναι κρισιμότατη για να μπορεί ο όποιος πρόεδρος να ασκεί απρόσκοπτα την πολιτική του. Αυτό το μπλε κύμα δεν έφτασε ποτέ στην ακτή! Οι Δημοκρατικοί υποχώρησαν στο Κογκρέσο. Και είναι πολύ πιθανό να χάσουν και τη Γερουσία, αν σε λίγες ημέρες δεν κερδίσουν δύο έδρες στη Γεωργία.
Το μήνυμα των εκλογών το συνέλαβε πολύ καλά ο M. Jackett στο AP News. Έγραψε:
«Ο Τραμπ μπορεί να έχασε αλλά δεν έχασε ο τραμπισμός». Η απόρριψη του Τραμπ ήταν προσωπική (αν και οι αντοχές του ήσαν τελικά πολύ ισχυρές). Όμως οι Δημοκρατικοί περιορίστηκαν τελικά μόνο στην ήττα του ίδιου του Τραμπ, όχι στη δημιουργία του μπλε ρεύματος.
Και τούτο διότι ούτε το Δημοκρατικό Κόμμα ούτε ο αδύναμος επικοινωνιακά και ουσιαστικά Μπάιντεν, εξέφραζαν οτιδήποτε σύγχρονο, ριζοσπαστικό, και προοδευτικό. Αρκέστηκαν απλώς στο αναμάσημα ενός άγευστου πολιτικού μείγματος. Με αιχμή μόνο τον τραμπισμό. Απέναντι λοιπόν από τον Τραμπ δεν παρουσιάστηκε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα με αιχμές, λόγου χάριν, μία οικονομική πολιτική τολμηρής αναδιανομής του πλούτου, ούτε, λόγου χάριν, ένα σύστημα υγείας που να καλύπτει όλους τους πολίτες.
Αυτός λοιπόν ο άγευστος χυλός δεν συγκινούσε. Ο Μπάιντεν, προφανώς και ως εικόνα, ταυτιζόταν απόλυτα με το χυλό του. Γι’ αυτό ούτε και ο ίδιος συγκινούσε. Ήταν κυρίως ένα ευκαιριακό όχημα αποδοκιμασίας του Τραμπ. Τίποτα άλλο.
Κομβικός είναι εδώ ένας δημοσκοπικός δείκτης: Από τους ψηφοφόρους του Μπάιντεν μετά τη νίκη του, οι ευτυχείς για το ότι κέρδισε ο ίδιος, περιορίζονταν στο 57%. Αντίθετα οι ευτυχείς για την ήττα του Τραμπ σκαρφάλωναν στο 73%. Άλλωστε στη μάχη για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, οι ψηφοφόροι που ήσαν μέλη του ήσαν πιο κοντά στις ριζοσπαστικές θέσεις του Σάντερς. Όμως οι περισσότεροι επέλεγαν τον Μπάιντεν για μόνο ένα λόγο: Διότι πίστευαν πως ο χυλός που εκπροσωπούσε είχε περισσότερες πιθανότητες να οδηγήσει στην ήττα του Τραμπ! Εκείνο όμως που πολλοί στο Δημοκρατικό Κόμμα δεν υπολόγισαν, ήταν πως μια νίκη του Μπάιντεν, ως απλό όχημα αποδοκιμασίας και απόρριψης του Τραμπ, τελικά δεν θα συνοδεύονταν από ένα νικηφόρο ρεύμα του Δημοκρατικού Κόμματος στη Γερουσία και το Κογκρέσο.
Όμως το ποιος ελέγχει τη Γερουσία στην Αμερική είναι κομβικό για τον εκάστοτε πρόεδρο. Αν την ελέγχει, μπορεί άνετα να εφαρμόσει την ατζέντα του. Αν όχι, ουσιαστικά δεν μπορεί να κυβερνήσει! Ο ασπόνδυλος και κατά βάσιν βαθύτατα συντηρητικός Ομπάμα, δεν έκανε γρήγορα τις αναγκαίες τομές όταν πλειοψηφούσε στο Κογκρέσο και τη Γερουσία. Έσερνε τα βήματά του φοβισμένα.
Για να προσκρούσει στη συνέχεια στη Γερουσία που κέρδισαν γρήγορα οι Ρεπουμπλικανοί και να παραλύσει κυβερνητικά. Ο Μπάιντεν, ως προσωπικότητα, είναι άλλωστε παθογενώς ισορροπιστής. Εάν μάλιστα χάσει τη Γερουσία, θα κυβερνά «με το ένα χέρι, καθώς το άλλο θα είναι δεμένο στην πλάτη του», όπως έγραφαν οι Financial Times.
Η Αμερική, ούτως ή άλλως, θα συνεχίσει να βιώνει τη βαθιά πόλωσή της. Ιδίως με έναν πολιτικά αδύναμο Μπάιντεν. Τα δίπολα σύγκρουσης θα είναι ανάμεσα σε ηλικίες (νέοι εναντίον ηλικιωμένων), σε χρώμα (λευκοί και οι άλλοι), σε μόρφωση (με ή χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση), σε γεωγραφικές περιοχές. Συν το ότι ήδη ένα σημαντικό κομμάτι του εκλογικού σώματος, δηλαδή το 77% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, υιοθετούν την άποψη του Τραμπ ότι οι τωρινές εκλογές έχουν κλαπεί!
Η εποχή Μπάιντεν, ως συνέχεια της γκρίζας προς σκοτεινής εποχής Ομπάμα, δεν προσφέρεται λοιπόν για αισιόδοξες εκτιμήσεις.
Το να επισημανθεί η πιθανότητα μιας χαμένης ευκαιρίας, θα ήταν κάτι αφελές. Διότι η περιγραφή της εποχής Μπάιντεν ως ευκαιρίας, είναι εντελώς εξωπραγματική. Ο Μπάιντεν δεν πρόκειται να φορολογήσει τον μεγάλο πλούτο. Να κάνει αναδιανομή εισοδήματος. Να προχωρήσει σε τολμηρές ρήξεις στον τομέα της υγείας. Να συγκρουστεί με τα λόμπι. Ταυτόχρονα, οι πρώτες επιλογές του στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας σε πρόσωπα, είναι φανερό πως διαιωνίζουν τις πρακτικές του διαβόητου National Security State (Πεντάγωνο, υπηρεσίες Ασφαλείας και Πληροφοριών). Τούτο επί Μπους και Ομπάμα πρωταγωνίστησε σε ακραία άνομες πρακτικές: πολέμους, βασανιστήρια, παράνομες παρακολουθήσεις, δολοφονικά drones κ.λπ. Ήδη κάποιοι διορισμοί, προκαλούν ανησυχίες, όπως διατύπωσε ο διάσημος αναλυτής, πανεπιστημιακός και συγγραφέας Andrew Bacevich. Με τον νέο υπουργό Εξωτερικών, που επέλεξε ο Μπάιντεν, να έχει υπάρξει θερμός θιασώτης της εισβολής στο Ιράκ. Κάτι άλλωστε που ίσχυσε και για τον ίδιο τον Μπάιντεν.
Ας κλείσουμε όμως με μια γενικότερη απεικόνιση των δεδομένων. Σε ένα πολύ εύστοχο άρθρο της, η Nesrine Malik προσδιορίζει το πολιτικό σύστημα της Αμερικής ως σπασμένο (broken). Η παρατήρηση είναι ακριβέστατη. Έτσι άλλωστε το βλέπουν και πολλοί Αμερικανοί. Κυρίως οι ξεχασμένοι και ευάλωτοι πολίτες. Οι νέοι. Κάποιοι από αυτούς προσελκύστηκαν από τον Τραμπ ως δήθεν ανατροπέα αυτού του σπασμένου συστήματος. Αν και βεβαίως είναι κατεξοχήν προϊόν του συστήματος αυτού. Και ο Μπάιντεν; Η πρόκληση γι’ αυτόν θα ήταν το να κάνει βαθιές τομές και να επιδιορθώσει το σπασμένο σύστημα. Φυσικά τούτο δεν θα γίνει. Ο πολιτικός χυλός που εκφράζει αποκλείεται να τον οδηγήσει στην κατεύθυνση αυτή. Το ίδιο ισχύει άλλωστε και για το κατεστημένο του κόμματος που τον στηρίζει. Στο ερώτημα λοιπόν, εάν ο Μπάιντεν μπορεί να είναι φορέας τολμηρών αλλαγών, η απάντηση είναι προφανής. Και το αποτέλεσμα είναι επίσης δεδομένο. Η κρίση στην Αμερική θα διαιωνιστεί. Με κίνδυνο να προκύψει στην πορεία κάποιος άλλος Τραμπ.
Ο Γιάννης Λούλης είναι επικοινωνιολόγος, πολιτικός αναλυτής και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Το τελευταίο του είναι το: Άνομος κόσμος: Πώς φθάσαμε στην εποχή Τραμπ, Καστανιώτης, 2019. Για όλα τα βιβλία του: johnloulis.gr.
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών