Έκθεση Πισσαρίδη:Το libre αναλύει τις ανατροπές στα επιδόματα ανεργίας και τον κατώτατο μισθό
«…Η έκθεση δεν διακατέχεται από κάποια διάθεση καλλωπισμού ή εξιδανίκευσης της κατάστασης -όπως συμβαίνει αρκετά συχνά σε τέτοια κείμενα- δεν “μασάει”, δηλαδή, τα λόγια της για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τις προκλήσεις που προκαλεί η νέα παγκόσμια ύφεση αλλά και τις προκλήσεις που μας κληροδότησε η κρίση χρέους της τελευταίας 10ετίας…».
Του Νίκου Παπαδημητρίου
Με τα λόγια αυτά περιέγραφε ο Κυριάκος Μητσοτάκης την τελική Έκθεση του Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, γνωστότερη και ως έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη.
Για να προσθέσει στην επόμενη φράση του,
- «η έκθεση δεν αποτελεί κυβερνητικό πρόγραμμα, δεν είναι πολιτικό κείμενο και γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική, μάλλον θα έλεγα την κομματική, αντιπαράθεση (…) είναι ανεξάρτητη οικονομική έκθεση. Είναι ένα κείμενο αναφοράς στο οποίο κάθε πολίτης, η ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, οι φορείς της αγοράς, της κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μπορούν να ανατρέχουν ανά πάσα στιγμή και να το συμβουλεύονται».
Με αυτά τα δεδομένα το libre διέτρεξε την έκθεση των 244 σελίδων και δεν είναι υπερβολή να πει κανείς, όπως άλλωστε και ο πρωθυπουργός σημείωσε, ότι είναι ο «οδικός χάρτης» μιας… νέας Ελλάδας, ο οδικός χάρτης των επερχόμενων αλλαγών σε όλους τους τομείς της ζωής, υγεία, παιδεία, εργασία, κοινωνική ασφάλιση (για την τελευταία ειδικότερα ήδη από το καλοκαίρι είχαν γίνει γνωστές οι απόψεις της επιτροπής για μερική ιδιωτικοποίηση).
Και από την άποψη αυτή είναι ένα κείμενο εντελώς πολιτικό, με διακριτή ιδεολογική προσέγγιση.
Σήμερα το libre εστιάζει στο τι επιφυλάσσει η επιτροπή Πισσαρίδη στους ανέργους, σε εκείνους που ζουν από τα επιδόματα αλλά και σε αυτούς που είναι στον «πάτο» της μισθολογικής βαθμίδας. Πρόκειται για προτάσεις που έχουν δοκιμασθεί σε Ευρώπη και Αμερική, με γνωστές πάντως κοινωνικές συνέπειες.
Και πρώτα για τους ανέργους:
- «Το επίδομα ανεργίας προτείνουμε όπως οριστεί στο 55% του μέσου μηνιαίου μισθού του ανέργου στα προηγούμενα 3 έτη, με ανώτατο όριο επιδόματος τα 1.200 ευρώ (το επίπεδο του μέσου μηνιαίου μισθού των πλήρως απασχολούμενων τον Ιανουάριο του 2020 σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ). Η διάρκεια του αυξημένου επιδόματος να είναι στους έξι μήνες, αντί για δώδεκα μήνες που είναι τώρα, και να πληρώνεται υπό την προϋπόθεση ότι ο άνεργος αναζητά ενεργά εργασία ή συμμετέχει σε προγράμματα κατάρτισης. Αν ο άνεργος μετά τους έξι μήνες παρά τις ενεργές προσπάθειες για εύρεση εργασίας δεν έχει βρει δουλειά, θα λαμβάνει για διάστημα έως έξι μήνες ή έως ότου βρει δουλειά, αν αυτό συμβεί νωρίτερα, το επίδομα ανεργίας στο επίπεδο που είναι σήμερα, δηλαδή στο 55% του κατώτατου μισθού. Η χρηματοδότηση του επιδόματος ανεργίας θα μπορούσε να προέλθει από τα αποθεματικά του ΟΑΕΔ».
Ο ίδιος ο νομπελίστας οικονομολόγος μεταφέρει, με άλλα λόγια, το βρετανικό, «θατσερικό» πιο σωστά, πρότυπο –θέμα που έχει αναπτύξει σε πολλές ταινίες του ο Κεν Λόουτς που καταγράφει την αγωνία όλων εκείνων οι οποίοι ζουν από τα επιδόματα ανεργίας και σιγά σιγά τίθενται και στο κοινωνικό περιθώριο…
Αξίζει να σημειωθεί πάντως στο σημείο αυτό ότι η επιτροπή κλείνει το …μάτι και στις απολύσεις πίσω από τη διατύπωση,
- «περιορισμοί στη δυνατότητα μιας επιχείρησης να μεταβάλλει τον αριθμό των απασχολούμενων αποθαρρύνουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και εμποδίζουν την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού προς επιτυχημένους και αναπτυσσόμενους τομείς και επιχειρήσεις».
Η προσέγγιση του επιδόματος ανεργίας από την επιτροπή εντάσσεται, άλλωστε, στη γενική θεώρηση που έχει για την επιδοματική πολιτική:
- τα επιδόματα εξατομικεύονται πλέον, γίνονται …ασανσέρ ανάλογα με τα ατομικά/ οικογενειακά εισοδήματα, και κυρίως δεν πρέπει να αποτελούν αντικίνητρο για την αναζήτηση εργασίας, πιστεύουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Η επιτροπή Πισσαρίδη διαπιστώνει, ειδικότερα, ότι,
- «η οργάνωση και διαχείριση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας παρουσιάζει προβλήματα. Ένα πρόβλημα είναι ότι το σύστημα αποτελείται από πλήθος διαφορετικών επιδομάτων (επίδομα ανεργίας, επίδομα αναπηρίας, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, επίδομα στέγασης, επίδομα θέρμανσης, επίδομα μεταφορών, κλπ.) των οποίων η διαχείριση γίνεται με τρόπο κατακερματισμένο, ακόμα και μετά την ψηφιοποίηση των διαδικασιών. Σε κάθε επίδομα αντιστοιχεί μια διαφορετική ψηφιακή πλατφόρμα, ενώ αυτές σπάνια διαλειτουργούν σε επίπεδο ανταλλαγής πληροφορίας. Αυτό κάνει τις διαδικασίες ένταξης των δικαιούχων στα προγράμματα επιδομάτων πολύπλοκες. Δυσχεραίνει επίσης τον δημόσιο έλεγχο, δηλαδή αν οι λαμβάνοντες τα επιδόματα πράγματι τα δικαιούνται, καθώς και την αξιολόγηση του συστήματος, δηλαδή αν τα επιδόματα πράγματι καλύπτουν τις ανάγκες των ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων».
Κλείνουμε με τις ριζικές ανατροπές που θα επιφέρει στον κατώτατο μισθό (αν εφαρμοσθούν οι ιδέες της επιτροπής): «Η ύπαρξη ενός κατώτατου μισθού είναι σημαντική γιατί αμβλύνει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργοδοτών και συμβάλλει στην καταπολέμηση της φτώχειας. Ο κατώτατος μισθός δημιουργεί επίσης μια κοινή αντίληψη για το αποδεκτό επίπεδο των μισθών στην οικονομία γενικά», είναι οι εισαγωγικές διαπιστώσεις, η ουσία όμως είναι στο «αλλά» που ακολουθεί:
- «Αν όμως ο κατώτατος μισθός καθοριστεί σε πολύ υψηλό επίπεδο (σ.σ. το οποίο δεν προσδιορίζεται), αυτό μπορεί να αυξήσει την ανεργία, αποκλείοντας από την αγορά εργασίας άτομα με χαμηλές δεξιότητες. Οι άνεργοι είναι οι μεγάλοι χαμένοι σε αυτή την περίπτωση, καθώς οι προοπτικές να βρουν εργασία μειώνονται. Ο κατώτατος μισθός επομένως θα πρέπει να καθορίζεται με οικονομικά ορθολογικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέρονται των εχόντων εργασία αλλά και των ανέργων.
Οι αλλαγές που νομοθετήθηκαν το 2014, οι οποίες προβλέπουν ένα κατώτατο μισθό που καθορίζεται από το κράτος αντί μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων, πρέπει να διατηρηθούν. Ο ρόλος του κράτους είναι κρίσιμος και πρέπει να διασφαλίζει ότι τα συμφέροντα των ανέργων εκπροσωπούνται στη διαπραγμάτευση.
Ταυτόχρονα όμως, και με στόχο να μειωθεί η δυνατότητα βραχυπρόθεσμων πολιτικών παρεμβάσεων, προτείνονται οι ακόλουθες αλλαγές στη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού:
- Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αποφασίζεται από ένα Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία (ώστε να μη συμπίπτει απαραίτητα με τον πολιτικό κύκλο μιας κυβέρνησης). Τα μέλη του συμβουλίου θα πρέπει να είναι διαπρεπείς προσωπικότητες, από τον πανεπιστημιακό χώρο μεταξύ άλλων, με γνώση των οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων, και δεν θα πρέπει να εκπροσωπούν ομάδες συμφερόντων. Θα πρέπει να τους παρέχονται πόροι και πρόσβαση σε ειδικότερες μελέτες και δεδομένα όπως από την ΕΛΣΤΑΤ, την Τράπεζα της Ελλάδος, το ΚΕΠΕ και άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς. Θα πρέπει να δημοσιεύουν μια ετήσια έκθεση όπου θα προτείνουν το επίπεδο του κατώτατου μισθού τεκμηριώνοντας, με βάση πραγματικά δεδομένα, την πρότασή τους.
- Η κυβέρνηση θα πρέπει να θεωρεί την πρόταση του Συμβουλίου δεσμευτική. Θα μπορεί όμως να διατηρεί τη δυνατότητα να θέσει τον κατώτατο μισθό σε άλλο επίπεδο, δημοσιεύοντας μια επαρκή αιτιολόγηση για την απόκλιση από την πρόταση του Συμβουλίου.
- Δεν θα πρέπει να υπάρχει τυπική διασύνδεση μεταξύ του επιπέδου του κατώτατου μισθού και οποιωνδήποτε μεταβιβάσεων από το κράτος, επιδομάτων, συντάξεων, κλπ. Με άλλα λόγια κανένα άλλο μέγεθος δεν θα πρέπει να συνδέεται με το επίπεδο του κατώτατου μισθού».
Συμπερασματικά, στο θέμα του κατώτατου μισθού το κράτος, το υπουργείο Εργασίας παραδίδει τα …κλειδιά σε μια επιτροπή Σοφών, χωρίς να διευκρινίζεται ποιος θα επιλέγει τα μέλη της, κατά συνέπεια βάσιμα μπορεί κανείς να εικάσει ότι θα επιλεγούν από την παρούσα κυβέρνηση. Και οι οποίοι, «διαπρεπείς προσωπικότητες» και εμπειρογνώμονες, θα συνεχίσουν το έργο τους και μετά τις εκλογές, ακόμη και αν έχει καταψηφισθεί η (όποια) κυβέρνηση τους όρισε. Θα μπορούν, με άλλα λόγια, να ασκούν πολιτική που θα είναι στον αντίποδα μιας κυβέρνησης που μόλις θα έχει επιλεγεί από τους πολίτες. Είναι προφανές, τέλος, ότι τεράστιες θα είναι οι αλλαγές και από την αποσύνδεση επιδομάτων κ.λ.π. από τον κατώτατο μισθό.