Χατζησωκράτης: Ο συγκλονισμός ολόκληρης της Ελλάδας και της διεθνούς κοινής γνώμης ήταν καταλυτικός
Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ βρέθηκε και μίλησε ο Δημήτρης Χατζησωκράτης, μέλος της Γραμματείας της Συντονιστικής Επιτροπής κατάληψης του Πολυτεχνείου.
Ο κ. Χατζησωκράτης είπε:
“Βρισκόμαστε σήμερα εδώ, στο Κολαστήριο του ΕΑΤ –ΕΣΑ, όπου εκατοντάδες συναγωνιστές μας είχαν ήδη μαρτυρήσει, και όπου άλλοι τόσοι οδηγήθηκαν μετά την εκκένωση του Πολυτεχνείου. Στον τόπο που στοίχειωνε τους εφιάλτες μας τα βράδια της οκτάμηνης παρανομίας μέχρι την πτώση της δικτατορίας.
Για να αποτίσουμε, σ΄ αυτές τις έκτακτες συνθήκες, τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον αγώνα των νέων τις τέσσερες μέρες και τρεις νύκτες εκείνου του Νοέμβρη, στους νεκρούς του αγώνα και στις ζώσες παρακαταθήκες που μας έχουν κληροδοτηθεί.
Το Πολυτεχνείο της Αθήνας ήταν ο «τόπος» όπου εκφράστηκε η συμπυκνωμένη αντίδραση των φοιτητών απέναντι στην χούντα των συνταγματαρχών. Αποτέλεσε την κορυφαία πράξη μαζικής αντίστασης ενός τμήματος του ελληνικού λαού, της φοιτητικής νεολαίας-και μάλιστα ενός πολύ μικρού μέρους της-, ενάντια στην δικτατορία και προκάλεσε τη συμμετοχή και άλλων στρωμάτων του ελληνικού λαού, νέων κυρίως.
Ο ηρωισμός, τα θύματα, οι νεκροί, η κτηνώδης επέμβαση και η ωμή βία των στρατοκρατών αλλά κυρίως η γνώση και η ενημέρωση χιλιάδων πλέον πολιτών στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στα Γιάννενα, στην Πάτρα, για το τι ακριβώς συνέβαινε, μέσα από το ραδιοφωνικό σταθμό, συνετέλεσαν ώστε η εξέγερση, από εκείνες τις στιγμές, να καταλάβει στη συνείδηση του δημοκρατικού λαού την κορυφαία θέση μεταξύ όλων των αντιστασιακών ενεργειών ενάντια στην Απριλιανή δικτατορία.
Το Πολυτεχνείο όμως δεν θα ήταν αυτό στο οποίο εξελίχθηκε τότε και που σήμερα γνωρίζουμε, αν δεν μετεξελισσόταν τη δεύτερη ημέρα της κατάληψης. Αν οι φοιτητές, που ανήκαν στις αντιστασιακές οργανώσεις της Αριστεράς, στον Ρήγα Φεραίο και την Αντι-ΕΦΕΕ, πλειοψηφούντες στη ΣΕ, δεν κατάφερναν να αντιστρέψουν τον χαρακτήρα, που ωθούνταν να πάρει η κατάληψη από τα αιτήματα και συνθήματα των υπεραριστερών και των αναρχικών και να συμπυκνώσουν τους στόχους της εξέγερσης στα δύο καίρια αιτήματα ευρύτερης κατανόησης και αποδοχής: – Πτώση της δικτατορίας, απαλλαγή από τα στηρίγματά της και την εξάρτηση της χώρας.
Αυτή ακριβώς η συμπύκνωση ήταν εκείνη που μετέτρεψε με την ουσιαστική συνεισφορά του ραδιοσταθμού την φοιτητική έκρηξη, σε παλλαϊκού χαρακτήρα ξέσπασμα ενάντια στη δικτατορία.
Ο συγκλονισμός ολόκληρης της Ελλάδας και της διεθνούς κοινής γνώμης ήταν καταλυτικός. Την απέχθεια και το μίσος του ελληνικού λαού απέναντι σ’ αυτούς, που και με τα τανκς σκόρπισαν το θάνατο στα παιδιά του, τίποτε πλέον δεν επρόκειτο να την εκτονώσει… Το ηθικό κέρδος ήταν μέγα.
Το Πολυτεχνείο δεν ανήκει στους δημιουργούς του. Δικές τους οι ανεξίτηλες μνήμες από τα συγκλονιστικά βιώματα και τις μοναδικές στιγμές της εξέγερσης, δικό τους και το ξεπέρασμα των ορίων τους μέσα στη συλλογική τους λειτουργία.
Το Πολυτεχνείο πρέπει να ανήκει στη σημερινή γενιά, που με τα δικά της οράματα και συνθήματα, προσδίδει το δικό της περιεχόμενο στους αγώνες της. Ωσότου και αυτή παραδώσει τη σκυτάλη στην επόμενη…
Και φυσικά το Πολυτεχνείο πρέπει να ανήκει και σε ολόκληρο το δημοκρατικό λαό. Να νιώθουν ο καθένας και η καθεμιά περήφανοι γιατί παρ΄ολο που αυτός ο τόπος γεννάει μερικές φορές δικτάτορες, γεννάει και τους τυραννοκτόνους. Και έτσι πορεύεται δια μέσου των χρόνων.
Τα συνθήματα Κάτω η Χούντα, Ψωμί –Παιδεία –Ελευθερία, Εθνική Ανεξαρτησία, έξω οι Αμερικάνοι, συμπύκνωσαν και εξέφρασαν τη συγκεκριμένη στιγμή το πολιτικό περιεχόμενο του αγώνα. Σήμερα, αύριο, αυτά τα συνθήματα μπορεί να πάρουν διαφορετική μορφή αλλά και περιεχόμενο και να εκφράσουν ένα νέο συλλογικό αγώνα.
Αυτό όμως που αποτέλεσε σταθερή και διαχρονική κατάκτηση της δικής μας γενιάς, των εκατοντάδων επωνύμων και κυρίως των χιλιάδων με την άγνωστη στον ευρύτερο κόσμο επωνυμία τους, αυτό που θεωρώ ότι έχουμε να κληροδοτήσουμε στους επερχόμενους είναι τα στοιχεία που βιώσαμε μέσα στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τα στοιχεία που συγκροτούν μια προσωπικότητα ενός νέου ενεργού δημοκρατικού πολίτη.
H βαθιά εκτίμηση της συλλογικής δράσης, o σεβασμός της αυτονομίας ενός μαζικού χώρου, η αναγνώριση της αναγκαιότητας της αποτελεσματικότητας, η αίσθηση της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης, η ευφορία της ανιδιοτέλειας στην προσφορά”.