Τώρα πρέπει να σκοτώσουμε τον φασισμό…
Πρώτα οι αριθμοί: Στις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, κι ενώ είχε εκκινήσει (επί κυβέρνησης Σαμαρά) η διαδικασία διώξεων και δίκης για τα εγκλήματα που διέπραξε, η Χρυσή Αυγή έλαβε τις ψήφους 379.722 πολιτών και με ποσοστό 6,99% εξέλεξε 18 βουλευτές. Σε εκείνες του Ιουλίου του 2019 (με τη δικαστική διαδικασία σε πλήρη εξέλιξη και με σωρρεία αποκαλύψεων για την δράση της ως εγκληματική οργάνωση) την ψήφισαν 165.620 πολίτες και έλαβε ποσοστό 2,93%, μένοντας οριακά εκτός Βουλής (τελικά αποτελέσματα υπουργείου Εσωτερικών).
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Υπό το φως των στοιχείων που είχαν προκύψει και του γενικότερου κλίματος, περίπου 235.000 πολίτες απομακρύνθηκαν από το νεοναζιστικό μόρφωμα Μιχαλολιάκου και, όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων, μεγάλο μέρος τους επέλεξαν είτε το νεοπαγές, τότε, κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου, είτε άλλα μικρότερα κόμματα της υπερδεξιάς, ένα τμήμα, όμως, φαίνεται πως ψήφισε κυρίως τη Ν.Δ.
Για να είμαστε ακριβείς ως προς το αποτύπωμα των ναζί της εγκληματικής οργάνωσης στο πολιτικό τοπίο και στην κοινωνία, θα ήταν πιο αξιόπιστο να επισημάνει κανείς την επιμονή 165.000 ψηφοφόρων να στηρίξουν την Χρυσή Αυγή, τον Ιούλιο του 2019, και λιγότερο (δίχως να το παραβλέπουμε) τους περίπου 390.000 που την επέλεξαν τον Ιανουάριο του 2015 και τους κατάτι λιγότερους στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση της ίδιας χρονιάς.
Κι αυτό διότι, πέραν της –παραπλανητικής– αντιπαράθεσης για την “πάνω” και “κάτω” πλατεία των μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων των “Αγανακτισμένων” της περιόδου 2010-11, εκείνο που θα έπρεπε να μας απασχολεί, κατά την άποψη μου, είναι εάν μετά την ιστορική απόφαση της Δικαιοσύνης, μαζί με την ναζί εγκληματική οργάνωση του Μιχαλολιάκου, του Παππά, του Κασιδιάρη και των υπολοίπων, εξαφανίζονται και όλα εκείνα που οδήγησαν 165.000 ψηφοφόρους να επιλέξουν το φασιστικό μόρφωμα πριν 15 μήνες.
Ο αριθμός δεν είναι μικρός. Και είναι σαφές πως είναι μεγαλύτερος στην κοινωνία και το εκλογικό σώμα, δίχως, όμως, οι υπόλοιποι να εκφραστούν εκλογικά μέσω της εγκληματικής οργάνωσης.
Καπου εδώ ξεκινά και η αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης σχετικά με την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα επί κυβέρνησης Τσίπρα (2019) που, σύμφωνα με την καταγγελτική επιχειρηματολογία της Ν.Δ, επιτρέπει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στους νεοναζί ακόμα και μετά την καταδίκη και επιμέτρηση των ποινών τους. Στο σημείο αυτό ενδεχομένως να έγιναν λάθη ή να μην υπήρξαν οι σωστές προβλέψεις από την ομάδα επιφανών νομικών που τον επεξεργάστηκε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά πως ” στον νέο ΠΚ προβλέπεται ο θεσμός της αποστέρησης δημοσίων θέσεων και δημοσίων ή αυτοδιοικητικών αξιωμάτων, στην περίπτωση που επιβάλλεται ποινή κάθειρξης. Η αρμόδια ειδική επιστημονική επιτροπή για τον νέο ΠΚ, στην οποία συμμετείχαν και εργάζονταν κορυφαίοι νομικοί για δέκα χρόνια – και όχι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ – θεώρησε απαρχαιωμένη την ποινή αποστέρησης του εκλέγειν, αφού μια σύγχρονη, ταχεία ποινική δίκη επικεντρώνεται στην αναζήτηση της ποινικής ευθύνης και στην επιβολή της κύριας ποινής. Η αποστέρηση του εκλέγειν και εκλέγεσθαι μπορεί όμως να επέρχεται εκ του νόμου βασει των εκάστοτε προβλέψεων της ειδικής εκλογικής νομοθεσίας, χωρίς δηλαδή να δαπανάται χρόνος από το δικαστήριο για να την επιβάλει το ίδιο”.
Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας Γ. Βερβεσός δήλωσε (δελτίο ειδήσεων Ant1) πως “δυστυχώς με το νέο ΠΚ δεν τους στερείται το δικαίωμα”, άλλοι, ωστόσο, υπενθυμίζουν πως στη νέα αναθεώρηση που έγινε από τον υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα δεν άλλαξε κάτι στις σχετικές διατάξεις.
Δεν αμφισβητεί κανείς πως η Δημοκρατία οφείλει να προστατεύεται δια της νομοθεσίας και με κάθε “τεχνικό” μέσο που εμποδίζει μια εγκληματική οργάνωση να διεκδικεί την ψήφο των πολιτών. Εκτός, όμως, απ΄ αυτό η Δημοκρατία δια των θεματοφυλάκων της, των θεσμών, της εκάστοτε νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης και των κοινοβουλευτικών κομμάτων, οφείλει να καταργεί κάθε πιθανή εστία επώασης των “ιδεών” που δημιουργούν τις “Χρυσές Αυγές”- φανερές και κρυφές. Να κόβει, δηλαδή, τα αγριόχορτα που σκαρφαλώνουν και πνίγουν τα σπαρτά.
Όποιοι πιστεύουν πως με την ιστορική απόφαση της Δικαιοσύνης τελειώσαμε με τους νεοναζί και με όσα πρεσβεύουν κάνουν λάθος. Ένας κόσμος εκεί έξω εξακολουθεί να αντιμετωπίζει συμπαθητικά τον φασιστικό και εγκληματικό εσμό και να υιοθετεί τις απόψεις του, είτε αυτές εκφράζονται συγκροτημένα μέσω ενός μορφώματος, είτε παρεισφρέουν υπό διάφορες εκφάνσεις νομιμότητας σε υπάρχοντα μικρότερα ή μεγαλύτερα πολιτικά υποκείμενα.
Οι δικαστές έπραξαν τα δέοντα και πρέπει να τους αναγνωριστεί το θάρρος, η παρρησία, η ανάληψη της ευθύνης τους έναντι του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αναμετρήθηκαν με την Ιστορία και έδρασαν ως φύλακες της Δημοκρατίας.
Τώρα είναι η ώρα των πολιτικών κομμάτων να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες. Αυτές που δεν ανέλαβαν επαρκώς τα προηγούμενα χρόνια όταν παρατηρούσαν το φαινόμενο να διογκώνεται, ενίοτε δίχως αντιστάσεις ή, δυστυχώς, μερικές φορές ακόμα και μικροκομματικές σκοπιμότητες. Το να χρεώνει, όμως, τώρα την “Χρυσή Αυγή” το ένα κόμμα στο άλλο, και να επισημαίνονται οι ολιγωρίες και τα παιχνίδια παρασκηνίου, δίνει επιχειρήματα στις νοσηρές πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές και αποστρέφει από την πολιτική μια σημαντική μερίδα πολιτών. Ο διχασμός –για τον οποίο τόσο προσπάθησε το μόρφωμα Μιχαλολιάκου– και το μίσος παράγουν εκείνο το περιβάλλον σκότους που χρειάζονται οι απόψεις των νεοναζί για να προωθήσουν τις “ιδέες” τους.
Είναι αναμφίβολα απαραίτητο να μην επιστρέψουν στον πολιτικό βίο οι εγκληματίες φασίστες, είναι, όμως, ακόμα πιο αναγκαίο να καταργήσουμε την απήχηση και την επιρροή των άρρωστων αντιλήψεών τους. Τα εθνικά θέματα, η φτώχεια μερίδας της κοινωνίας, η ανεργία, η ελαστικότητα της πολιτικής απέναντι σε εξαρτήσεις από ξένους παράγοντες, το προσφυγικό είναι μερικά μεγάλα θέματα στις παρυφές των οποίων αναπτύχθηκε η νοσηρότητα του φασισμού της Χρυσής Αυγής. Αυτή τη νοσηρότητα πρέπει να την αποτινάξουμε ακόμα και όταν προσποιείται και κρύβεται πίσω από μάσκα νομιμότητας.
Αλλιώς, η ιστορική απόφαση της Δικαιοσύνης (7 Οκτωβρίου 2020) δεν θα έχει την επίδραση που της αρμόζει, της αξίζει και της αναλογεί. Κανένας διχασμός και καμία τοξικότητα δεν δικαιολογείται πια. Τα κόμματά μας έχουν γράψει το καθένα την δική του ιστορία στην υπεράσπιση της Δημοκρατίας. Να μην επιτρέψουν να την αναιρεί κανείς.