Η απάντηση της Εφ. Συν στις επικρίσεις για το πρωτοσέλιδο του Σαββάτου
Ξάφνιασε το προχτεσινό μας πρωτοσέλιδο με τους πολιτικούς αρχηγούς να υψώνουν το «τείχος της δημοκρατίας» απέναντι στη Χρυσή Αυγή. Ιδιαίτερα ξένισε τους τροφίμους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης η συμπερίληψη του Αντώνη Σαμαρά σ’ αυτό το «τείχος». Από πολλούς θεωρήθηκε ότι «ξεπλένουμε» τον πρώην πρωθυπουργό ή και ότι «προδίδουμε» το αντιφασιστικό κίνημα με την αναφορά σ’ αυτόν τον υπερεθνικιστή και ακροδεξιό πολιτικό. Βέβαια η συντριπτική πλειονότητα δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει το δωδεκασέλιδο αφιέρωμα στο «Τέλος της Χρυσής Αυγής». Αρκέστηκε στην εικόνα του πρωτοσέλιδου.
Η συνέχεια ήταν ένας καταιγισμός αρνητικών σχολίων, ένα πραγματικό λιντσάρισμα της εφημερίδας, όπως μόνο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να πετύχουν.
Επειδή, λοιπόν, η ιδέα ήταν αποκλειστικά δική μου, σε μένα ανήκει απολύτως και η ευθύνη. Οσοι επομένως θέλουν να εκφράσουν τη δυσφορία, την αγανάκτηση ή και την καταγγελία τους, παρακαλώ πολύ να καταγγείλουν εμένα προσωπικά. Ας πουν ότι εγώ «τα πήρα» από τη λίστα Πέτσα για να υμνήσω τον Σαμαρά. Και ας φέρουν αυτά που οι ίδιοι έχουν γράψει για τον Σαμαρά να τα βάλουν δίπλα στα δικά μου, λ.χ. το ειδικό ένθετο «Η μακεδονική σαλάτα της Ν.Δ.» («Εφ.Συν.», 23.6.2018, με τον Γ. Μπασκάκη).
Οσο κι αν αυτό δεν είναι κατανοητό σε πολλούς, αυτή η εφημερίδα λειτουργεί με έναν συλλογικό τρόπο και στη συγκεκριμένη περίπτωση θεώρησε ότι μπορεί να έχω εγώ έναν παραπάνω λόγο, εξαιτίας της πολύχρονης ενασχόλησής μου με το ζήτημα του ναζισμού και της Χρυσής Αυγής. Αν υπάρχει λοιπόν «προδοσία», εγώ είμαι ο «προδότης». Σε μένα στρέψτε τα βέλη σας αγαπητοί αγανακτισμένοι αντιφασίστες και όχι στην «Εφ.Συν.».
Επειδή, πάντως, εξακολουθώ να θεωρώ ότι με το σαββατιάτικο αφιέρωμα της «Εφ.Συν.» (το οποίο συνυπογράφουν ο Γιάννης Μπασκάκης και η Γιώτα Τέσση) εκπληρώσαμε ένα στοιχειώδες δημοσιογραφικό χρέος τις παραμονές της δικαστικής ετυμηγορίας, προσέρχομαι ταπεινά στο εδώλιο του facebook και απολογούμαι.
Θα πω εξαρχής ότι όλες αυτές οι διαμαρτυρίες και οι θεωρίες συνωμοσίας για την «Εφ.Συν.» και μένα έχουν ακουστεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της δίκης, αλλά πάντα από τα έδρανα των συνηγόρων υπεράσπισης. Η «σκευωρία» κατά της Χρυσής Αυγής, λένε, οργανώθηκε από τον κ. Σαμαρά, ο οποίος λειτουργώντας υπό την πίεση του αμερικανοεβραϊκού λόμπι έστησε ψεύτικες και παράνομες κατηγορίες. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτή τη μεθόδευση είχε, υποτίθεται, ο στενός συνεργάτης του Σαμαρά Χρύσανθος Λαζαρίδης, ο οποίος διατηρεί κρυφούς διαύλους επικοινωνίας με τον Ψαρρά, από τότε που ήταν κι οι δυο τους στελέχη της νεολαιίστικης αριστερής οργάνωσης «Β’ Πανελλαδική» το 1980. Αν αυτό θέλουν να πουν οι επικριτές μας, ας το εκφράσουν ανοικτά. Να γελάσουμε κι εμείς και οι αναγνώστες μας.
Φοβάμαι, όμως, ότι θα στενοχωρήσω τους δυσφορούντες παλιούς και όψιμους αντιφασίστες. Πρέπει κανείς να έχει έρθει από άλλον πλανήτη, αν δεν γνωρίζει ότι η άσκηση των διώξεων για τη Χρυσή Αυγή επιτεύχθηκε επί κυβέρνησης Σαμαρά. Με την παράδοση από τον κ. Δένδια στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου 32 δικογραφιών που αφορούσαν τη δράση της οργάνωσης πραγματοποιήθηκε η προκαταρκτική εξέταση που οδήγησε στις συλλήψεις και εν συνεχεία στην κύρια ανάκριση και το παραπεμπτικό βούλευμα με τις βαριές κατηγορίες για τα μέλη και την ηγεσία της οργάνωσης. Ποιος δεν το ξέρει αυτό;
Φυσικά ο λόγος που κινητοποιήθηκε η κυβέρνηση Σαμαρά δεν ήταν τα αντιναζιστικά της ανακλαστικά. Οπως έχουμε γράψει πολλές φορές, χρειάστηκε δυστυχώς η δολοφονία ενός νέου Ελληνα αντιφασίστα και ο λαϊκός ξεσηκωμός σε όλη τη χώρα για να πάρουν μπρος αυτά τα ανακλαστικά. Το αντιφασιστικό κίνημα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, εφόσον αυτό ήταν που ανέτρεψε τους πολιτικούς συσχετισμούς, κατέστησε κάθε περαιτέρω συνεργασία με τη Χρυσή Αυγή απολύτως αδύνατη και υποχρέωσε την τότε κυβέρνηση να ζητήσει τη διερεύνηση της υπόθεσης από τη δικαιοσύνη.
Γράφτηκε, βέβαια και το επιχείρημα ότι ο Σαμαράς είχε άμεση επαφή με τη ναζιστική οργάνωση μέσω Μπαλτάκου. Φυσικά, και εμείς πρώτοι το αποκαλύψαμε. Αλλά εκεί ήταν που έγινε η τομή στις 18 Σεπτεμβρίου 2013. Το μίσος της οργάνωσης προς τον Σαμαρά είναι απύθμενο, ακριβώς επειδή μέσω Μπαλτάκου τα στελέχη της είχαν στενή συνεργασία μ’ αυτόν έως τότε και θεωρούσαν ότι η ασυλία αυτή θα διατηρούνταν και μετά τη δολοφονία Φύσσα. Αλλά πού να το γνωρίζουν αυτό εκείνοι που δεν έχουν πατήσει το πόδι τους στην αίθουσα του δικαστηρίου;
Γιατί, λοιπόν, ενόχλησε κάποιους το σαββατιάτικο πρωτοσέλιδο της «Εφ.Συν.»; Μα επειδή είπε την αλήθεια με τον πιο απλό και ευθύ τρόπο. Οτι δηλαδή απαιτείται η ευρύτερη δυνατή πολιτική σύγκλιση όλου του δημοκρατικού πολιτικού φάσματος σε κάτι στοιχειώδες: στο ότι οι θεσμοί του κράτους (ναι, του κράτους, όποια γνώμη κι αν έχει κανείς γι’ αυτό) είναι εκείνοι που πρέπει να σταματήσουν τη ναζιστική εγκληματική βία.
Επί δεκαετίες το ίδιο πολιτικό σύστημα ανεχόταν -αν δεν βολευόταν- με την ύπαρξη και τη δράση της Χρυσής Αυγής, η οποία λειτουργούσε στα μετόπισθεν των δυνάμεων καταστολής, κάνοντας τη βρομοδουλειά με το χτύπημα διαδηλώσεων και καταλήψεων. Για πρώτη φορά το 2013 κόπηκε ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε τους ναζιστές με τους μηχανισμούς του βαθέος κράτους και έτσι κατορθώσαμε να φτάσουμε σε μια δίκη, όχι μεμονωμένων δραστών, αλλά της ίδιας της ηγεσίας της οργάνωσης.
Ποιος, αλήθεια, δικάζει τη Χρυσή Αυγή; Οσο κι αν φαντάζονται κάποιοι ότι δικάζει ο «λαός» ή το «κίνημα», εκείνος που θα αποφανθεί μεθαύριο για την τύχη των κατηγορούμενων ναζιστών είναι τρεις δικαστές, η σύνθεση του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών της 20ής Απριλίου 2015. Αυτοί έχουν την ευθύνη της τελικής ετυμηγορίας. Ελπίδα μας είναι μέσα από αυτή την απόφαση να δικαιωθούν τα θύματα και να εκφραστεί η βούληση του αντιφασιστικού κινήματος που θα βρίσκεται συγκεντρωμένο έξω από το δικαστήριο. Αλλά προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι να συνειδητοποιήσουν όλοι τον διακριτό ρόλο της δικαιοσύνης και να μη φαντασιώνονται άλλου είδους κοινωνικές και πολιτειακές σχέσεις στη σημερινή Ελλάδα.
Αν, λοιπόν, ενοχλήθηκαν κάποιοι από τη συμπερίληψη του Αντώνη Σαμαρά στα πολιτικά πρόσωπα που αποτελούν το «τείχος της δημοκρατίας», είναι επειδή δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι εκείνος που έχει αναλάβει να αντιμετωπίσει τη ναζιστική απειλή σε αυτή τη δίκη δεν είναι παρά ο εξαιρετικά συντηρητικός θεσμός της δικαιοσύνης, ο οποίος μάλιστα κινητοποιήθηκε από μια ακόμα πιο συντηρητική –αν όχι αντιδραστική- κυβέρνηση.
Πίσω από όλες αυτές τις διαμαρτυρίες κρύβεται βέβαια μια βαθιά πολιτική διαφωνία που καλό είναι να την αντιμετωπίσουμε κατάματα. Κι αυτή η διαφωνία δεν έχει καμιά σχέση με την άποψη που διατηρεί καθένας για τον κ. Σαμαρά ή όποιον άλλο πολιτικό ηγέτη απεικονίζεται στο πρωτοσέλιδο της «Εφ.Συν.».
Την περίοδο που άρχισε να γίνεται ορατή η εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής, αλλά και η επιχειρησιακή ετοιμότητα των Ταγμάτων Εφόδου, δηλαδή μετά το 2010, κυριάρχησε σε μερίδα του αντιφασιστικού κινήματος η πεποίθηση ότι τη Χρυσή Αυγή θα «την τσακίσουμε στον δρόμο», εφόσον οι κρατικοί μηχανισμοί είναι αδύνατον να την αντιμετωπίσουν, όχι επειδή δεν μπορούν, αλλά επειδή δεν θέλουν.
Αυτή η αντίληψη απορρέει από την παλιά καλή θεωρία ότι οι φασιστικές οργανώσεις είναι ενεργούμενα των κρατικών μηχανισμών, είναι δηλαδή το «μακρύ χέρι του συστήματος», οπότε δεν έχει καμιά σημασία η αντιμετώπισή τους και πολύ λιγότερο η εξάρθρωσή τους, όσο παραμένουν στη θέση τους οι μηχανισμοί του αστικού κράτους. Πρόκειται βέβαια για μια πολιτική καρικατούρα, η οποία εμφανίζεται να απορρέει από την ορθή –ασφαλώς- διατύπωση του Χορκχάιμερ, ότι «όποιος δεν θέλει να μιλάει για τον καπιταλισμό, θα έπρεπε να σωπαίνει και για τον φασισμό».
Αλλά ο Χορκχάιμερ δεν εννοεί βέβαια ότι καπιταλισμός και φασισμός ταυτίζονται. Μάλιστα στο ίδιο μικρό κειμενάκι ο Χορκχάιμερ εντοπίζει την αυτονομία ακόμα και του ίδιου του κράτους από την κυρίαρχη τάξη κατά την προναζιστική περίοδο (Max Horkheimer, «Οι Εβραίοι και η Ευρώπη», μτφρ. Θεόδωρος Γεωργίου, εκδ. Ερασμος, Αθήνα 1985 [α’ γερμ. έκδοση 1939], σ. 12).
Στην περίπτωσή μας η εφαρμογή αυτής της θεωρίας και η συγκρότηση αντιφασιστικών μαχητικών ομάδων που θα συγκρούονταν με τα Τάγματα Εφόδου θα ήταν μια αυτοκτονική επιλογή. Για την ακρίβεια, θα ήταν ακριβώς αυτό που επιδιώκει η Χρυσή Αυγή. Ο σχεδιασμός του Μιχαλολιάκου είναι εμπνευσμένος από την ακροδεξιά τρομοκρατία στην Ιταλία την περίοδο της «στρατηγικής της έντασης».
Υπήρξε τότε και στην Ιταλία βαθιά πολιτική κρίση και μέσω της τυφλής φασιστικής βίας η Ακροδεξιά επιχειρούσε να μετατρέψει τους δρόμους των μεγάλων πόλεων σε πεδίο σύγκρουσης με ένοπλες ομάδες της Ακροαριστεράς. Στόχος ήταν να επέμβει τελικά το βαθύ κράτος, να καταλύσει τη δημοκρατία και να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του σκοτεινού πρίγκιπα Μποργκέζε. Κάτι παρόμοιο φαντασιωνόταν η Χρυσή Αυγή. Το είχε γράψει ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος σε ένα εφιαλτικό του βιβλίο («Η ομάδα κρούσεως Λόγχη», Ασκαλών, Αθήνα 2001). Το δήλωσε ο Παναγιώταρος στο BBC, μιλώντας για εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεκινήσει. Το επανέλαβε ο άλλος «μαρτυριάρης», ο Μπαρμπαρούσης, καλώντας από το βήμα της Βουλής τον στρατό να συλλάβει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό για να μην υπογραφεί η Συμφωνία των Πρεσπών.
Ευτυχώς η πλευρά του αντιφασισμού δεν τσίμπησε το δόλωμα.
Και πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η ναζιστική βία και το έγκλημα αν όχι με «μαχητικές αντιφασιστικές ομάδες»; Η δική μας πεποίθηση ήταν εξαρχής ότι η μόνη λύση θα ήταν η προσφυγή στους θεσμούς της δημοκρατίας, όσο αδύναμοι και απαξιωμένοι κι αν είναι. Από το πρώτο της φύλλο, τον Νοέμβριο του 2012, η «Εφ.Συν.» ξεκίνησε μια έρευνα-διάλογο, με τίτλο «Για τη θεσμική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής». Στην πρώτη κιόλας συνέχεια αυτής της έρευνας, ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος είχε υποδείξει ότι «η ομάδα αυτή μοιάζει περισσότερο με εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 Π.Κ. παρά με πολιτικό κόμμα» και καλούσε απλώς σε εφαρμογή του νόμου.
Αν είχε από τότε εισακουστεί αυτή η πρότασή μας, ίσως να είχαμε γλιτώσει από την εγκληματική δράση της οργάνωσης τους επόμενους μήνες. Θυμίζω ότι δυο μήνες αργότερα είχαμε τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν, και από το καλοκαίρι την κλιμάκωση της βίας με την επίθεση στο ΠΑΜΕ, την τρομοκρατία στον Μελιγαλά και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν να καταφύγει την επομένη της δολοφονίας και πάλι στη θεωρία των «δύο άκρων», ενώ ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη ανήγγειλε την ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας για την επίλυση του θέματος. Η υπόθεση κινδύνευε να παραπεμφθεί στις καλένδες. Αμέσως αντιδράσαμε. Ηδη από το πρώτο φύλλο μετά τη δολοφονία, η «Εφ.Συν.» υπενθύμισε την πρόταση Αλιβιζάτου, σημειώνοντας ότι «Νόμος υπάρχει, κ. Δένδια» (19.9.2013). Η υπόδειξη έγινε αποδεκτή και είχαμε τη συνέχεια που όλοι γνωρίζουμε. Λυπάμαι, αλλά όσο κι αν δεν θέλουν να το θυμούνται οι χτεσινοί μας επικριτές, η μεγάλη δίκη υπήρξε αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους μόνο αμελητέος δεν είναι ο ρόλος της «Εφ.Συν.».
Αυτή η υπόθεση μου θυμίζει πολύ τα όσα είχαμε αντιμετωπίσει το 1998 μετά τη δολοφονική επίθεση της χρυσαυγίτικης φάλαγγας υπό τον Περίανδρο στους τρεις αριστερούς νέους (Κουσουρή, Καραμπατσόλη, Φωτιάδη). Η δημοσιογραφική μας έρευνα είχε εντοπίσει τους δράστες στον χώρο της Χρυσής Αυγής, αλλά και τότε είχαμε υποστεί τα επικριτικά σχόλια των «πολύ επαναστατών», ότι μ’ αυτό τον τρόπο ξεπλένουμε τους αστυνομικούς, οι οποίοι υπήρξαν οι πραγματικοί δράστες. Αυτή η στρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας ήταν που επέτρεψε την καθυστέρηση και εν συνεχεία αδράνεια των διωκτικών αρχών και διευκόλυνε τον Περίανδρο να φυγοδικεί για πέντε χρόνια, ενώ οι υπόλοιποι δράστες έμειναν ατιμώρητοι.
Το συμπέρασμά μου είναι ένα: είμαι περήφανος για το σαββατιάτικο πρωτοσέλιδό μας.
Το μίσος της οργάνωσης προς τον Σαμαρά είναι απύθμενο, ακριβώς επειδή μέσω Μπαλτάκου τα στελέχη της είχαν στενή συνεργασία μ’ αυτόν έως τότε και θεωρούσαν ότι η ασυλία αυτή θα διατηρούνταν και μετά τη δολοφονία Φύσσα
Οσο κι αν φαντάζονται κάποιοι ότι δικάζει ο «λαός» ή το «κίνημα», εκείνος που θα αποφανθεί μεθαύριο για την τύχη των κατηγορούμενων ναζιστών είναι τρεις δικαστές, η σύνθεση του Αʹ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών της 20ής Απριλίου 2015. Αυτοί έχουν την ευθύνη της τελικής ετυμηγορίας.
Δημήτρης Ψαράς
Πηγή: efsyn.gr