Οικονομία και Κοινωνία σε βαθύ τούνελ – Βουτιά 50 δισ. στο τζίρο της αγοράς – Πρωτόγνωρη ύφεση
Σοκαριστικά είναι τα στοιχεία Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και οι προβλέψεις της Εθνικής Τράπεζας, προοιωνίζονται δε, είσοδο της οικονομίας και της κοινωνίας σε βαθύ τούνελ. «Βουτιά 50 δισ. στον τζίρο της αγοράς – Απώλειες 20 δισ. μόνο στο β’ τρίμηνο –Αρνητική πρωτιά για εμπόριο, τουρισμό» είναι ο κεντρικός τίτλος της «Καθημερινής», που ορθά αναδεικνύει το θέμα.
Εξίσου ανησυχητικά και τα συνοδευτικά στοιχεία:
«Τζίρο τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ έχασαν οι ελληνικές επιχειρήσεις μόνο στο β’ τρίμηνο του 2020, εξαιτίας της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού, ενώ η Εθνική Τράπεζα εκτιμά ότι οι απώλειες θα ανέλθουν σε 50 δισ. ευρώ στο σύνολο του έτους».
Επικαλούμενη εξάλλου τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, «ο κύκλος εργασιών των ελληνικών επιχειρήσεων στο β’ τρίμηνο διαμορφώθηκε στα 58,9 δισ. ευρώ, μειωμένος κατά 25,1% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περιόδο, όταν είχε φτάσει στα 78,8 δισ. ευρώ. Ως προς τους κλάδους, το εμπόριο, λιανικό και χονδρικό, είχε πτώση τζίρου 6 δισ., η μεταποίηση 3,6 δισ. και τα ξενοδοχεία και η εστίαση 2,6 δισ.», σημειώνει στο πρωτοσέλιδό της η εφημερίδα.
SOS από την Εθνική Τράπεζα
Στο σημείο αυτό αξίζει να δει κανείς περισσότερο αναλυτικά τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, με τίτλο, «Επιπτώσεις του Covid-19 σε Οικονομία, Επιχειρήσεις και Ρευστότητα», πώς προκύπτει αυτή η βουτιά των 50 δισ. και αν υπάρχουν περισσότερο δυσοίωνα σενάρια…
«Η ξαφνική εκδήλωση και η ένταση της διαταραχής, που αποτυπώνεται στην πρωτοφανή κάμψη του κύκλου εργασιών του επιχειρηματικού τομέα κατά 31,8% ετησίως το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου, δημιούργησε μία ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση: αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα η έντονη συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας – μέσω κατάλληλων δράσεων από τις επιχειρήσεις και επαρκή βοήθεια από το κράτος και το χρηματοπιστωτικό σύστημα – τότε μπορεί να δημιουργηθούν σοβαρές δυσλειτουργίες στο κύκλωμα διάχυσης της ρευστότητας στην οικονομία, εξαιτίας των λεγόμενων χρηματοπιστωτικών τριβών (financial frictions), οι οποίες μπορεί, εν τέλει, να οδηγήσουν ακόμη και σε χρηματοοικονομική ασφυξία, επιτείνοντας το πλήγμα στην οικονομία (credit/liquidity crunch)», επισημαίνεται στη μελέτη που προσθέτει:
«Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να εξαντλήσει τα όρια αντοχής ακόμη και υγιών επιχειρήσεων, οδηγώντας σε αθετήσεις υποχρεώσεων, κλείσιμο επιχειρήσεων, συρρίκνωση της απασχόλησης και ακόμη πιο βαθιά ύφεση».
Το SOS που εκπέμπει η Εθνική είναι πραγματικά ηχηρό: «πρωτοφανής κάμψη», «έντονη συρρίκνωση», «σοβαρές δυσλειτουργίες», «χρηματοοικονομική ασφυξία», «εξάντληση ορίων ακόμη και των υγιών επιχειρήσεων» και εν τέλει, «αθετήσεις υποχρεώσεων», «κλείσιμο επιχειρήσεων», «συρρίκνωση της απασχόλησης», «πιο βαθιά ύφεση».
Με άλλα λόγια, χωρίς πιο δραστικά μέτρα, είμαστε στην αρχή του σπιράλ της ύφεσης…
Ταυτοχρόνως οι συντάκτες της μελέτης εξηγούν πώς προκύπτει η βουτιά των 50 δισ.: «Υποθέτοντας ότι η πανδημία στην Ελλάδα θα παραμείνει υπό έλεγχο μέχρι το τέλος του έτους και σε αντιστοιχία με ένα σενάριο συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά 7,5% στο σύνολο του 2020, εκτιμούμε ότι οι πωλήσεις του επιχειρηματικού τομέα θα μειωθούν κατά 19% το 2020 (δηλαδή, περίπου κατά €50 δισ.).
Με άλλα λόγια, προσθέτουμε εμείς, η κατάσταση μπορεί να αποδειχθεί (πολύ) χειρότερη, αφού οι δύο σταθερές (κοροναϊός υπό έλεγχο και συρρίκνωση κατά 7,5%) είναι τουλάχιστον στον… αέρα.
Σύμφωνα με την Εθνική και το «Υπόδειγμα Ενοποιημένου Ισολογισμού του Επιχειρηματικού Τομέα», «η εν λόγω πτώση της ζήτησης (παρά την προσπάθεια περιορισμού του κόστους μέσω, μεταξύ άλλων, μείωσης της δαπάνης για πρώτες ύλες από την πλευρά των επιχειρήσεων) εκτιμάται ότι θα περιορίσει τα ταμειακά διαθέσιμα για το 84% του επιχειρηματικού τομέα, δημιουργώντας ένα κενό ρευστότητας της τάξης των €33 δις. Στο σημείο αυτό, επισημαίνουμε ότι οι υψηλότερες ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης παρουσιάζονται στον κλάδο του εμπορίου (€12 δις), ενώ οι πιο επείγουσες στην εστίαση (55% των πωλήσεων)».
Η μελέτη πιστώνει πάντως στην κυβέρνηση ότι εγκαίρως υιοθέτησε μέτρα, όπως επιδοτήσεις εργασιακού και ασφαλιστικού κόστους, καταβολή επιδομάτων για εργαζόμενους με αναστολή συμβάσεων, επιδότηση επιτοκίων, αναστολή πληρωμών φόρων και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, βραχυπρόθεσμες ταμειακές διευκολύνεις, και σε συνδυασμό «με την άμεση αντίδραση των τραπεζών να ‘παγώσουν’ την πληρωμή χρεολυσίων, περιόρισε το παραπάνω κενό κατά περίπου 12 δισ. ευρώ. Υποθέτοντας ότι οι επιχειρήσεις θα χρησιμοποιήσουν το ½ του διαθέσιμου ‘ταμειακού μαξιλαριού’ που έχουν (περίπου €6 δισ.), το εναπομείναν κενό ρευστότητας περιορίζεται στα €15,5 δισ., το οποίο εκτιμούμε ότι μπορεί να καλυφθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του από:
- την αξιοποίηση των εγγυοδοτικών προγραμμάτων και των ΤΕΠΙΧ (€9 δις), καθώς και
- την παροχή νέων δανείων και αναχρηματοδοτήσεων, καθώς και την πληρέστερη χρήση των πιστωτικών γραμμών».
Στην προσέγγισή της η τράπεζα, υποστηρίζει πως «με την ταυτόχρονη αντίδραση (α) των επιχειρήσεων (περιορισμός κόστους), (β) της κυβέρνησης (μέτρα ελάφρυνσης και στήριξης τραπεζικού δανεισμού) και (γ) των τραπεζών (πάγωμα χρεολυσίων, αναχρηματοδοτήσεις και νέος δανεισμός), το κενό ρευστότητας που δημιούργησε η πτώση της ζήτησης λόγω πανδημίας σχεδόν καλύπτεται.
Έτσι, φαίνεται ότι λειτουργεί ένα επιτυχές ‘φρένο’ στις δευτερογενείς επιδράσεις της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία (που θα πρόκυπταν από τη χρηματοοικονομική ασφυξία ενός σημαντικού ποσοστού επιχειρήσεων), υπό την προϋπόθεση ότι η υγειονομική κρίση παραμένει υπό έλεγχο στο υπόλοιπο του έτους».
Την… πληρώνουν οι εργαζόμενοι
Η αναφορά, όμως, σε περιορισμό του κόστους για τις επιχειρήσεις ευθέως …ακουμπά τους εργαζόμενους, κάτι που γίνεται σαφέστερο στην επόμενη παράγραφο της μελέτης, εκεί όπου γίνεται λόγος σε πτώση του εισοδήματος εργασίας.
Αναλυτικά, «το υπόδειγμά μας εκτιμά ότι η πτώση του επιχειρηματικού ΑΕΠ (εκτιμώμενου βάσει των εισοδημάτων των παραγωγικών συντελεστών στον επιχειρηματικό τομέα) θα είναι της τάξης του 12% το 2020 (περίπου €10 δισ.), αντανακλώντας συρρίκνωση των λειτουργικών κερδών κατά 15% (περίπου €7 δισ.) και πτώση του εισοδήματος εργασίας κατά €3 δισ. (-8% σε ετήσια βάση συμπεριλαμβανομένων των μέτρων στήριξης).
Η μείωση των συγκεκριμενών μεγεθών (κερδών και αμοιβής εργασίας) σε επίπεδο οικονομίας θα είναι σημαντικά ηπιότερη 10,0% και 5,8% ετησίως αντίστοιχα λόγω, κυρίως, της ανθεκτικότητας της δραστηριότητας του δημόσιου τομέα (συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων επενδύσεων και του τομέα υγείας) και του πρωτογενούς τομέα. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις είναι συμβατές με ετήσια συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020», σύμφωνα με το, ήπιο και πάλι, σενάριο που παίρνει υπόψη της η Εθνική.
Και στην παράγραφο, τέλος, που εστιάζει στην ανεργία, «στο σκέλος της αγοράς εργασίας, η μείωση της απασχόλησης στο σύνολο της οικονομίας αναμένεται να κορυφωθεί το 3ο τρίμηνο, με άνω του 90% από την απώλεια θέσεων εργασίας να προέρχεται από τον επιχειρηματικό τομέα. Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας θα κορυφωθεί το 3ο τρίμηνο, αλλά θα επανέλθει άμεσα σε πτωτική τάση και σε επίπεδα αισθητά χαμηλότερα του 20% το 4ο τρίμηνο του 2020. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποθέτουν ότι η υγειονομική κρίση παραμένει υπό έλεγχο στο υπόλοιπο του έτους – με χρήση στοχευμένων μόνο παρεμβάσεων – χωρίς την ανάγκη λήψης εκτεταμένων περιοριστικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο και χωρίς σημαντική αύξηση της αβεβαιότητας στο υπόλοιπο του έτους».
Από τα παραπάνω γίνεται ακόμη πιο σαφές, πέρα από την απώλεια ανθρώπινων ζωών και το εν γένει υγειονομικό κόστος, γιατί η επιδημία θα καθορίσει και την πορεία της οικονομίας.
Το χρέος του πολιτικού συστήματος
Δεν υπάρχει αμφιβολία, κατά συνέπεια, ότι στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχουν πολλή δουλειά μπροστά τους. Η αριθμολαγνεία για το πού θα… καθίσει η ύφεση δεν είναι το άπαν, αντιθέτως αυτό που «καίει» είναι οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του φαινομένου, που όμοιό του δεν είχε γνωρίσει ο πλανήτης από το κράχ του ’29 και μετά, όπως, άλλωστε, είχε την ευκαιρία να αναγνωρίσει ο πρωθυπουργός από τη Θεσσαλονίκη.
Και βεβαίως η οικονομική κρίση να είναι παγκόσμια, οι επιπτώσεις σε κάθε χώρα είναι διαφορετικές όμως, και τούτο γιατί διαφορετικές είναι οι πολιτικές, τα εργαλεία, τα αντανακλαστικά κάθε κυβέρνησης.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Εθνικής Τράπεζας δεν χωρούν αμφισβήτηση ή διάψευση και βεβαίως ούτε η ΕΛΣΤΑΤ είναι ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η Εθνική Τράπεζα είναι ο… Τσακαλώτος, ως εκ τούτου τα υπουργεία του οικονομικού κύκλου και οι οικονομικοί σύμβουλοι του Κ. Μητσοτάκη καλούνται να επανασχεδιάσουν και να αποφασίσουν.
Με άγνωστο «Χ» την επιδημία, που πηγαίνει με τους δικούς της, άγνωστους εν πολλοίς ρυθμούς. Ουδείς -εκτός, ίσως, κάποιων λοιμωξιολόγων- είναι σε θέση να απαντήσει κατηγορηματικά στην ερώτηση του ενός εκατομμυρίου, αν δηλαδή θα αποφασιστεί lockdown στο επίκεντρο της οικονομικής δραστηριότητας, την Αθήνα.
Απόφαση με δραματικές συνέπειες για την οικονομία, που θα συνεπάγεται άλλα νούμερα κι άλλες πολιτικές προφανώς.
Όμως τα τωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφουν την κατάσταση όπως ήταν χθες και σε αυτό καλείται να προσαρμοστεί το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Το αύριο είναι αύριο και είναι δύσκολο να το προβλέψει κανείς.
Αν όμως η κυβέρνηση ήταν ο ένας αποδέκτης των στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και των προβλέψεων της Εθνικής Τράπεζας, κυρίως δε, της πραγματικής κατάστασης που αυτή περιγράφει και καταγράφει, ο άλλος είναι η αξιωματική αντιπολίτευση.
Που προετοιμάζει τη δική της πρόταση την οποία θα ανακοινώσει στους πολίτες ο Αλέξης Τσίπρας το Σαββατόβραδο, ή με τα λόγια του εκπροσώπου Τύπου Νάσου Ηλιόπουλου, «την πρόταση εξόδου από την κρίση που διανύει η ελληνική οικονομία και κοινωνία».
Όλοι κρίνονται…
Νίκος Παπαδημητρίου