Συναισθήματα εν μέσω Πανδημικής Κρίσης
Μέσα στην πολλαπλότητα της πανδημικής κρίσης προκλήθηκαν και βιώθηκαν, ομολογουμένως, έντονα συναισθήματα για την πλειοψηφία των πολιτών, τα οποία μάλιστα για μέρος του πληθυσμού έλαβαν μέχρι και πρωτόγνωρες μορφές. Επικράτησαν ισχυρές εναλλαγές, ως επί το πλείστον αρνητικών, συναισθημάτων, αναδείχθηκαν όμως και ενδιαφέρουσες αντιφάσεις. Άλλωστε το βίωμα της κρίσης, σε διαφορετικές μορφές και επίπεδα, αποτελεί πλέον οριακά οντολογικό χαρακτηριστικό των τελευταίων χρόνων.
Του Νίκου Ερηνάκη*
Δεν λειτουργεί σε διαφορετικά, αλλά σε κοινά πεδία, και μάλιστα σωρευτικά, προκαλώντας μια βαθιά και διαρκή συναισθηματική αμφιθυμία. Οι αναγκαίες ενέργειες για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας, όπως η φυσική αποστασιοποίηση, και δη όταν αυτή μεταφράζεται εντόνως και σε κοινωνική αποστασιοποίηση, μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται απομονωμένοι και αποκλεισμένοι, πυροδοτώντας έτσι συναισθήματα άγχους και απελπισίας.
Ο φόβος και η ανασφάλεια για μια νέα ασθένεια και το τι μπορεί να συμβεί μπορεί να καταστούν υπερβάλλοντα σε εύρος και ένταση και να προκαλέσουν ενισχυμένες ψυχικές επιπτώσεις σε πολλές ομάδες του πληθυσμού και δη στις πιο αδύναμες.
Εν γένει ας λάβουμε υπόψη μας ότι το πώς ανταποκρίνεται συναισθηματικά το κάθε πρόσωπο αλλά και οι κοινωνικές ομάδες συλλογικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας εξαρτάται από το ιστορικό, την οικονομική κατάσταση, την υγεία, το ευρύτερο συναισθηματικό υπόβαθρο, την κοινωνική υποστήριξη από την οικογένεια, τους φίλους, την εργασία αλλά και τους θεσμούς της πολιτείας εν γένει, όπως και πολλούς άλλους παράγοντες.
Οι συναισθηματικές αντιδράσεις σε μια τόσο δύσκολη συνθήκη προφανώς περιλαμβάνουν μικτά συναισθήματα και όχι μεμονωμένα.
Πολλές φορές αυτά τα μικτά συναισθήματα, όπως διαπιστώνουμε, είναι αντιφατικά μεταξύ τους, προκαλώντας με τη σειρά τους νέα ποικιλόμορφα συναισθήματα ή μια εν γένει συναισθηματική ένταση και αμφιθυμία που επιβαρύνουν τον ψυχισμό σε προσωπικό αλλά και συλλογικό επίπεδο.
Φόβος και ανησυχία για την προσωπική υγεία αλλά και αυτή των αγαπημένων προσώπων· άγχος από την εμπειρία του (αυτο)περιορισμού αλλά και από την παρακολούθηση του εαυτού ή/και της παρακολούθησης από άλλους· θλίψη, θυμός, απογοήτευση και ενοχή που όλα όσα θα έπρεπε να κάνουμε ως προς τους άλλους, τον εαυτό μας, την εργασία μας, τον καθημερινό μας βίο εν γένει, δεν μπορέσαμε να τα κάνουμε στο βαθμό που θα μπορούσαμε κ.ά.
Ας εστιάσουμε όμως πιο συγκεκριμένα στα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών.
Αρχικά παρατηρούμε ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και δη του γενικού lockdown —καθώς η πανδημική κρίση ακόμα δεν έχει φτάσει στο τέλος της— κάποια από τα συναισθήματα που βίωσαν πιο έντονα οι πολίτες ήταν τα αναμενόμενα βάσει μιας τέτοιας κρίσης, ενώ κάποια άλλα όχι.
Για παράδειγμα, το ότι το συναίσθημα της αβεβαιότητας είναι το υψηλότερο (39%) μοιάζει κάπως λογικό και αναμενόμενο. Εντούτοις, αυτό που θα έμοιαζε μη αναμενόμενο, αλλά μπορεί εν τέλει να αποδεικνύεται λογικό, είναι το συναίσθημα της ηρεμίας που βρίσκεται στη δεύτερη θέση (29%). Ακολουθούν σε, μάλλον αναμενόμενη, σειρά η ανασφάλεια (26%), το άγχος (24%), ο φόβος (15%) και η οργή (13%).
Ωστόσο, έκπληξη ίσως προκαλεί πως η ελπίδα (9%) και η γαλήνη (6%) βρίσκονται σε υψηλότερη θέση από την απελπισία (4%). Βάσει αυτού, για τους ίδιους λόγους που η ηρεμία βρίσκεται στη δεύτερη θέση θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε και γιατί η γαλήνη βρίσκεται σε λίγο υψηλότερο επίπεδο από την απελπισία. Η ελπίδα όμως που πλησιάζει το ένα δέκατο του δείγματος, αναδεικνύει μια ενδιαφέρουσα πτυχή συναισθηματικής αισιοδοξίας έναντι της γενικευμένης πρακτικής απαισιοδοξίας.
Ως προς τις διαφοροποιήσεις αναφορικά με το φύλο, οι άνδρες ένιωσαν περισσότερο αβεβαιότητα από τις γυναίκες, ενώ οι γυναίκες ένιωσαν περισσότερο άγχος και ανασφάλεια.
Γαλήνη ένιωσαν εξίσου, όπως και κοντινά ήταν τα ποσοστά για την οργή και την απελπισία. Ο άνδρες ένιωσαν περισσότερο ήρεμοι (32%) σε σχέση με τις γυναίκες (25%), ενώ οι γυναίκες παραδέχτηκαν ότι ένιωσαν πολύ περισσότερο φόβο (21%) σε σχέση με τους άνδρες (11%) — σημειωτέον όμως ότι συχνά ο ανδρικός πληθυσμός λόγω κοινωνικών στερεοτύπων και κατασκευών δυσκολεύεται να παραδεχτεί και αποδεχτεί την ύπαρξη τέτοιων συναισθημάτων μέσα του.
Σε επίπεδο ηλικιακής διαφοροποίησης, πέραν του συναισθήματος της αβεβαιότητας που για όλες τις ηλικιακές κατηγορίες ήταν το πρώτο σε ένταση και μάλιστα με ποσοστό οριακά εφάμιλλο ανά ηλικιακή κατηγορία, ενδιαφέρον έχει η διαφορά έντασης ως προς το συναίσθημα του άγχους, καθώς το 33% των ηλικιών 17-34 και το 26% των ηλικιών 35-54 δήλωσαν ότι το βίωσαν σε ισχυρό βαθμό, ενώ το ίδιο δήλωσαν μόνο το 18% από τις/ους άνω των 55. Το ίδιο ισχύει και για την απελπισία την οποία ένιωσαν οι νεότεροι μέχρι και 34 ετών κατά 10%, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μόνο 3% και 2% αντιστοίχως.
Βεβαίως αυτά έρχονται σε αντίφαση με τις απαντήσεις ως προς το συναίσθημα της ηρεμίας, αναφορικά με το οποίο η εικόνα αντιστράφηκε και οι νεότεροι (36%) το ένιωσαν σε ισχυρότερο βαθμός από τους μεγαλύτερους σε ηλικία (30%).
Συνεπώς, παρατηρούμε εμφανώς ένα τμήμα νεότερων σε ηλικία να χωρίζονται σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις ως προς τα αρνητικά και τα μάλλον πιο θετικά συναισθήματα, ήτοι κάποιοι εγγύτερα προς την απελπισία και κάποιοι άλλοι προς την ηρεμία.
Τούτο πιθανώς είναι ενδεικτικό και της συλλογικής ανάγκης για μια παύση, ακόμα και υπό αυτές τις τόσο δυσάρεστες συνθήκες, από την αγχωτική, διασπαστική και αποπροσανατολιστική ταχύτητα και ένταση της καθημερινότητας, που εστιάζει μόνο στην επιφανειακή εξωτερικότητα, αφήνοντας έρμαιο την ουσιαστική διαχείριση και ανάπτυξη του προσωπικού και συλλογικού βίου.
Σε επίπεδο μορφωτικού επιπέδου, το 41% που έχει λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση νιώθει αβεβαιότητα, ενώ το ίδιο συναίσθημα νιώθει μόνο το 34% όσων δεν έχουν λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αντίστροφη είναι η κατάσταση αναφορικά με το συναίσθημα της ανασφάλειας, όπου οι μη έχοντες λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση ανησυχούν εμφανώς περισσότερο (29%) από όσους έχουν (24%). Οριακά κοινό είναι το ποσοστό και στις δύο κατηγορίες αναφορικά με το άγχος, την απελπισία, την ελπίδα, την ηρεμία και τον φόβο.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι διαφορές αναφορικά με το αν οι ερωτηθείσες και ερωτηθέντες εργάζονται.
Ως προς την ανασφάλεια παρατηρούμε το λογικό αποτέλεσμα των ανέργων να νιώθουν ανασφαλείς σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους εργαζόμενους, όπως ακριβώς και με την οργή. Ωστόσο, ως προς το συναίσθημα της αβεβαιότητας παρατηρούμε μια ενδιαφέρουσα ανατροπή με την έννοια ότι το βίωσαν το 36% των άνεργων, ενώ αναφορικά με τους εργαζόμενους το ποσοστό έφτασε το 41%.
Τούτο πιθανώς να εξηγείται λόγω της εντονότερης ανησυχίας των εργαζομένων ότι θα χάσουν τη δουλειά τους ή θα μειωθεί το εισόδημά τους.
Όπως επίσης και επειδή πολύ πιθανόν οι άνεργοι ήδη νιώθουν έντονη αβεβαιότητα και μην έχοντας πλέον ιδιαίτερη ελπίδα για αλλαγή της κατάστασής τους, δεν αυξάνεται τόσο η ένταση της αβεβαιότητας, όσο περισσότερο η ένταση ανασφάλειας για την κανονικοποίηση και μονιμοποίηση της δυσμενούς συνθήκης στην οποία ήδη βρίσκονταν και προ πανδημικής κρίσης.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει πιθανώς και για το φόβο.
Τούτων δοθέντων, παρατηρούμε μια ενδεικτική ανάδυση του δίπολου ανασφάλειας και οργής από τη μία και αβεβαιότητας και φόβου από την άλλη, που στο εγγύς μέλλον μπορεί να αναδείξει αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις, με νέα αιτήματα και διεκδικήσεις σε πολλαπλά επίπεδα του κοινωνικο-οικονομικού και ηθικο-πολιτικού πεδίου.
*Επιστημονικός Διευθυντής του ΕΝΑ και διδάσκων Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ και την ΑΣΚΤ