Η “γραμμή” Τσίπρα και οι άλλοι…
Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την ακραία κλιμάκωση της ελληνοτουρκικής κρίσης, ο Αλέξης Τσίπρας “επιχειρεί” ταυτόχρονα σε δυο μέτωπα. Η “γραμμή” ως προς την πολιτική που πρέπει να ασκήσει η Ελλάδα τούτες τις ώρες παραπέμπει στον “κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ” και συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο του τελευταίου μυνήματός του “αποτροπή δια των Ενόπλων Δυνάμεων (όπως συνέβη το 2018)- διεθνής κινητοποίηση με πίεση για Έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που θα αποφασίσει κυρώσεις κατά της Τουρκίας- απόρριψη κάθε απευθείας διαπραγμάτευσης με τον Ερντογάν για οτιδήποτε άλλον πέραν της μίας και μοναδικής διαφοράς περί υφαλοκρηπίδας”. Αυτή είναι και η θέση από την οποία ασκείται κριτική στην κυβέρνηση, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, η διάθεση για προσφορά συναίνεσης έχει μάλλον σκοντάψει μετά τις δύο άχρωμες έως και ψυχρές επικοινωνίες του με τον πρωθυπουργό.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Υπάρχει, όμως, και το εσωτερικό μέτωπο. Την ώρα που το Oruc Reis “αλωνίζει” εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας, “σημιτογενείς” της Προοδευτικής Συμμαχίας και “53” (δια του commonality.gr), αλλά και φιλικοί αρθρογράφοι, καταθέτουν την διαφωνία τους για την “γραμμή Τσίπρα”.
Απαξιώνουν (δίχως κακές προθέσεις, είναι αλήθεια) την κριτική της ηγεσίας στη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου (για την εξαίρεση του Καστελόριζου και την μειωμένη επήρεια της Κρήτης) και αποκαλούν “πολεμοχαρείς” όσους εισηγούνται ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Συμπλήρωμα -και όχι τυχαία– στην κριτική αυτή οι παρεμβάσεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά. Κατά “περίεργο” (;) τρόπο, ο τελευταίος μπαίνει στο κάδρο παρότι έχει πάψει από καιρού να συνεργάζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ, πέραν του ότι –ως καλά γνωρίζουν οι παροικούντες την Κουμουνδούρου– διατηρεί πλέον μάλλον ψυχρές σχέσεις με την πλειονότητα της κομματικής γραφειοκρατίας, αν και όχι με σημαντική μερίδα της εκλογικής βάσης του κόμματος.
Είναι προφανές πως εκείνοι που ασκούν κριτική στην “γραμμή Τσίπρα” στα ελληνοτουρκικά και αφιερώνουν επιθετικά αρκετές παραγράφους άρθρων και “μανιφέστων” στον Κοτζιά το κάνουν διότι μέσω αυτού υποδηλώνουν την αντίθεσή τους στην πολιτική που άσκησε στα θέματα αυτά ο “κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ” (κεντρικό ρόλο στην οποία είχε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών) και επειδή τη απουσία του πρώην υπουργού Εξωτερικών βλέπουν να μπαινοβγαίνουν στην Κουμουνδούρου ο Βαγγέλης Αποστολάκης και ο Χρήστος Χριστοδούλου. Ο πρώην υπουργός Άμυνας και ο πρώην αρχηγός ΓΕΕΘΑ δεν είναι μόνο στενοί σύμβουλοι του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ –ως εξαιρετικοί γνώστες και διαχειριστές τέτοιων κρίσεων– και προέρχονται από την περίοδο της διακυβέρνησης, είναι και στρατιωτικοί. Και οι “στολές” φαίνεται πως εκνευρίζουν αρκετούς. Έτι, δε, περαιτέρω, όταν ο ίδιος ο Τσίπρας στο τελευταίο του μήνυμα –μετά την ενημέρωση που είχε από τον πρωθυπουργό– έκανε εκτενή και ειδική μνεία στην εμπιστοσύνη του στις Ένοπλες Δυνάμεις και στην ανάγκη αναβάθμισης της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας.
Απέναντι σε ένα μιντιακό τοπίο συντεταγμένο στην προστασία των κυβερνητικών χειρισμών, ο Τσίπρας πήρε επάνω του εδώ και αρκετούς μήνες τα ελληνοτουρκικά.
Από τα “κλειστά σύνορα” στον Έβρο – κάτι που δεν άρεσε σε αρκετούς στο κόμμα-, την ώρα που ο Ερντογάν ωθούσε σχεδιασμένα μεταναστευτικές ροές προς την ελληνοτουρκική μεθόριο, μέχρι τις τελευταίες παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες του. Και απ΄ ότι φαίνεται, όχι μόνο πιστεύει όσα λέει και προτείνει το τελευταίο διάστημα, αλλά αντιλαμβάνεται πως ακόμα και σε περιβάλλον επικοινωνιακής ασφυξίας οι απόψεις αυτές προσλαμβάνονται θετικά από μεγάλο τμήμα της κοινωνίας.
Κάποιοι προσπαθούν (ξανά) να τον περιορίσουν σε ένα ρόλο “ίσου μεταξύ ίσων” και να τον αναγκάσουν να βάλει τον χειρισμό των εθνικών θεμάτων στην προκρούστειο κλίνη των κομματικών ισορροπιών και ποσοστώσεων.
Ξεχνούν πως διετέλεσε 4,5 χρόνια πρωθυπουργός και χειρίστηκε –άλλοτε επιτυχώς, άλλοτε όχι– (και) τα ελληνοτουρκικά. Συναντήθηκε πολλές φορές με τον Ερντογάν, αντιμετώπισε εμφανείς και αφανείς κρίσεις και απειλές θερμών επεισοδίων, πιέστηκε και πίεσε τους Ευρωπαίους για λύσεις, συνεργάστηκε με τον αμερικανικό παράγοντα, διεύρυνε τις συμμαχίες στην ανατολική Μεσόγειο. Σε κάθε περίπτωση βλέπει ολόκληρο το γεωπολιτικό κάδρο ως πρώην πρωθυπουργός και μάλλον φιλοδοξεί να διαχειριστεί ξανά κάποια στιγμή τα θέματα αυτά.
Η πρωθυπουργική θητεία τον έφερε εκ των πραγμάτων στην θέση του πολιτικού της πράξης, ενώ όσοι του ασκούν κριτική –άλλοτε καλοπροαίρετα, άλλοτε όχι– προσεγγίζουν αυτά τα ζητήματα υψηλής πολιτικής και μεγάλου ρίσκου θεωρητικά και με “εργαλεία σκέψης” που ανάγονται σε εποχές χαλαρότητας και απόστασης από την δρώσα διπλωματία.
Το μέτωπο της κριτικής στην κυβέρνησης, ή της συναινετικής στάσης όπου και όταν χρειάζεται είναι, εν κατακλείδι, ευκολότερα διαχειρίσιμο για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το άλλο μέτωπο της εσωτερικής διαχείρισης μπορεί να αποβεί πολιτικά ψυχοφθόρο, αντιπαραγωγικό και αποπροσανατολιστικό. Όλα δείχνουν πως έχει κάνει τις επιλογές του ακόμα κι αν έχουν εσωκομματικό κόστος, το οποίο καραδοκεί είτε στους διαδρόμους των ορόφων της Κουμουνδούρου, είτε στα πρωτοσέλιδα συμπολιτευόμενων αλλά και φιλικών εφημερίδων.
Υ.Γ Ορισμένοι έχουν μάλλον αντιληφθεί με λανθασμένο τρόπο την επιτυχημένη Συμφωνία των Πρεσπών και θεωρούν πως θα έπρεπε να αποτελεί “μοντέλο” και για τα ελληνοτουρκικά. Οι “έντιμοι συμβιβασμοί” είναι έντιμοι όταν επιδεικνύονται καλές προθέσεις από κάθε πλευρά, και στην περίπτωση ενός πιθανού και επιθυμητού ως γενική αρχή μελλοντικού διαλόγου με την Τουρκία δεν έχουμε έως τώρα κάποια τέτοια ένδειξη από τον Ταγίπ Ερντογάν.Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Η περί Πρεσπών αφελής ή σκόπιμη σύγχυση από εκείνους που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ αφού χειροκρότησαν εκείνη την συμφωνία υψηλού πολιτικού κόστους τους εμποδίζει να διακρίνουν πως τα ελληνοτουρκικά είναι άλλης τάξης γεωπολιτικό και πολιτικό ζήτημα. Πολύ μεγαλύτερο και πολύ πιο επικίνδυνο μεσομακροπρόθεσμα για την Ελλάδα. Η μετακίνηση από τους “μαξιμαλισμούς” στο Μακεδονικό δεν οδηγεί σε αυτό που ζητούν ορισμένοι, δηλαδή στην υποχώρηση από αυτό που ονομάζουν “μαξιμαλισμό” στα ελληνοτουρκικά. Στρατηγικά αλλά και τακτικά θα αποτελούσε μείζον λάθος να επιζητά κανείς διάλογο με την Τουρκία σπεύδοντας να ακυρώσει τις θέσεις του πριν καλά καλά φτάσει στο τραπέζι ενός διαλόγου.