Κ. Φίλης στο libre: Καμία κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να δεχθεί διάλογο για την κυριότητα ή την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών
Η συμφωνία με την Αίγυπτο «διεμβολίζει το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο» υπογραμμίζει στη συνέντευξή του στο libre.gr ο Κωνσταντίνος Φίλης εξηγώντας έναν προς έναν τους λόγους για τους οποίους είναι μια σημαντική συμφωνία, παρότι, διευκρινίζει, θα πρέπει να δει κανείς το πλήρες κείμενό της. Για παράδειγμα ο διεθνολόγος και εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστημίου επισημαίνει ότι η ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία έρχεται «να εξισορροπήσει το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο σε όποια, μελλοντική διαπραγμάτευση με την Τουρκία», όπως επίσης είναι σημαντικό ότι «επιβεβαιώνεται η άποψη της χώρας μας ότι τα νησιά έχουν δικαίωμα και επήρειας και υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Είναι πολύ σημαντικό ότι επιβεβαιώνεται αυτό μέσα από μια συμφωνία με μια γειτονική χώρα», επισημαίνει στην συνέντευξή του στο libre.
Συνέντευξη στον Νίκο Παπαδημητρίου
Προειδοποιεί, ωστόσο, ότι αν, πράγματι, αποχωρήσει από τις διερευνητικές επαφές η Άγκυρα, τότε «θα είναι μια αποδοχή ήττας από πλευράς Τουρκίας αλλά σίγουρα θα επανέλθει η ένταση», και αποκαλύπτει ότι το προηγούμενο διάστημα, στην κορύφωση της έντασης, όλα τα σενάρια ήταν ανοικτά.
Σχολιάζοντας την τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη για ελληνική ετοιμότητα για προσφυγή στη Χάγη της μίας και μοναδικής διαφοράς -κατά την ελληνική πλευρά- ο Κ. Φίλης επισημαίνει, μιλώντας στο libre.gr. ότι «αν δεν είναι ούτε η Χάγη ούτε η διμερής επίλυση, τότε θα αφήσουμε αυτές τις διαφορές εσαεί να δηλητηριάζουν τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ή θα πρέπει να πάμε σε άλλα μέσα, στρατιωτικού χαρακτήρα, για να τις λύσουμε».
Αλλά, συμπληρώνει, «αν η Τουρκία θελήσει να προσθέσει πάνω στο διάλογο ζητήματα όπως η ελληνικότητα νησιών ή η αποστρατιωτικοποίηση νησιών, όποια ελληνική κυβέρνηση δεχόταν ως βάση διαλόγου μια τέτοια βάση, την ίδια στιγμή θα είχε απονομιμοποιηθεί στον ελληνικό λαό». Ξεκαθαρίζει πάντως ότι θεωρεί το ίδιο ακραίο το να μην συνομιλείς με το γείτονα όπως και το «να λέμε ότι με την Τουρκία πρέπει να συνομιλήσουμε εφ’ όλης της ύλης».
Ερμηνεύοντας εξάλλου τη θέση του Έλληνα πρωθυπουργού ότι η στάση της ουδετερότητας δεν μπορεί να γίνει στο εξής αποδεκτή, ο συνομιλητής μας εκτιμά πως «η Ελλάδα θα πιέσει στο ΝΑΤΟ ώστε να πάψει να έχει το ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου, που καταλήγει κάθε φορά να είναι εξισωτικός μεταξύ θύτη και θύματος», αλλά «από εκεί και πέρα αν αυτό σημαίνει κάτι πρακτικό, θα μου προκαλούσε κατάπληξη».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του διεθνολόγου Κωνσταντίνου Φίλη:
-Αν και τμηματική η συμφωνία με την Αίγυπτο, θα λέγατε ότι είναι μια καλή συμφωνία;
Πρέπει να δούμε το πλήρες περιεχόμενο για να μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι ισχύει. Όμως, μια συμφωνία με την Αίγυπτο διεμβολίζει το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο, δημιουργεί μια νομική διαφορά βάσει της οποίας η Ελλάδα θα μπορούσε να πιέσει και προς την πλευρά της Τουρκίας και προς την πλευρά της Λιβύης, δεδομένου ότι: πλέον έχουμε μια συμφωνία εμείς με την Ιταλία, συμφωνία εμείς με την Αίγυπτο, συμφωνία η Λιβύη με τη Μάλτα και την Τυνησία –άρα μένει το κομμάτι Ελλάδας – Λιβύης.
Συνεπώς και ως προς αυτό η συμφωνία είναι σημαντική, επίσης για το λόγο ότι το καθεστώς Αλ Σίσι δεν είναι τόσο παγιωμένο όσο θα θέλαμε να είναι. Ακόμη και τμηματική -άλλωστε δεν θα μπορούσε να είναι συνολική- η συμφωνία είναι σημαντική.
Επίσης το «τμηματική» σημαίνει ότι δεν είναι και οριστική. Δηλαδή αυτή η συμφωνία θα μπορούσε κάλλιστα να διευρυνθεί και στην περιοχή του υπόλοιπου κομματιού της Ρόδου και του Καστελλόριζου, όταν και εφόσον κρίνουν τα δύο μέρη ότι θα συντρέξουν προϋποθέσεις.
-Καταγράφονται, ωστόσο, ήδη οι πρώτες αντιδράσεις από κόμματα της αντιπολίτευσης, καθώς και ερωτήματα ή ενστάσεις, για την Κρήτη και τη Ρόδο, για το ότι δεν επεκτείνονται τα χωρικά ύδατα νοτίως και ανατολικώς της Κρήτης…
Υπάρχουν απορίες γιατί δεν έχουμε τη συμφωνία στα χέρια μας, έχουμε μόνο ένα χάρτη. Από αυτόν δεν μπορεί κανείς να διαπιστώσει αν υπάρχει μειωμένη επήρεια και πού, αν λειτουργεί η ευθυδικία κ.λ.π. Έτσι όπως βλέπουμε το χάρτη, η διαχωριστική γραμμή έχει χαραχθεί με βάση την αναλογικότητα, αλλά ακόμη και έτσι όμως είναι σημαντικό ότι επιβεβαιώνεται η άποψη της χώρας μας ότι τα νησιά έχουν δικαίωμα και επήρειας και υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Είναι πολύ σημαντικό ότι επιβεβαιώνεται αυτό μέσα από μια συμφωνία με μια γειτονική χώρα. Δεν αρκεί, δηλαδή, μόνο να το λες εσύ και να το υπερασπίζεσαι, αυτήν τη στιγμή έχεις μια συμφωνία με μια τρίτη χώρα που στο αναγνωρίζει.
-Έχουμε ήδη την πρώτη αντίδραση από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι «η δήθεν περιοχή ευθύνης βρίσκεται εντός τουρκικής υφαλοκρηπίδας, που έχει δηλωθεί στα Ηνωμένα Έθνη». Και ένα δεύτερο θέμα, το timing για την ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία ήταν σωστό δεδομένου ότι είχαμε πάει σε πιο ήρεμα νερά τις τελευταίες ημέρες;
Η ένταση μπορεί να επανέλθει ειδικά αν η Τουρκία αποχωρήσει τελικά από τις διερευνητικές επαφές, πράγμα το οποίο ακόμη δεν το ξέρουμε, είναι οριακό, μπορεί να γίνει, μπορεί και να μην γίνει. (σ.σ. η συνέντευξη έγινε λίγο πριν κυκλοφορήσουν οι σχετικές πληροφορίες για απόσυρση της Άγκυρας από τις διερευνητικές επαφές).
Αν γίνει, θα είναι μια αποδοχή ήττας από πλευράς Τουρκίας αλλά σίγουρα θα επανέλθει η ένταση. Θα ήταν καλύτερη η διαπραγματευτική βάση για μας αν πηγαίναμε σε διερευνητικές και ενδεχομένως μετά από αυτές, σε διαπραγματεύσεις, με το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο, έστω παράνομο και καταχρηστικό, στο «σβέρκο» μας και χωρίς καμία συμφωνία στην περιοχή;
Είναι απολύτως σαφές ότι αυτή η συμφωνία ήταν πολύ σημαντική για να εξισορροπήσει το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο σε όποια, μελλοντική διαπραγμάτευση με την Τουρκία.
-Και για αυτό που λέει το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών για δική τους υφαλοκρηπίδα;
Αν το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών θεωρεί ότι είναι σε τουρκική υφαλοκρηπίδα, το καλύτερο που έχει να κάνει, είναι να αποδεχθεί την από κοινού, των τεσσάρων μερών (Ελλάδας, Τουρκίας, Λιβύης και Αιγύπτου) προσφυγή στη Χάγη. Δεν θα το προχωρήσει μέχρι εκεί, θα έχει μόνο να λέει ότι η αυτή η συμφωνία εισέρχεται δήθεν σε τουρκική υφαλοκρηπίδα.
-Ο πρωθυπουργός σε τοποθέτησή του στο Aspen Security Forum 2020 δηλώνει έτοιμος για συζήτηση του μοναδικού, σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, εκκρεμούς θέματος με την Τουρκία, δηλαδή για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, είτε διμερώς είτε μέσω Χάγης. Πώς το ακούτε αυτό;
Είναι μια πάγια θέση της Ελλάδας, η οποία δεν έχει διαφοροποιηθεί από πολλές κυβερνήσεις. Η διαπραγμάτευση αργεί, είμαστε ακόμη στην επανεκκίνηση των διερευνητικών (σ.σ. δεν είχε γίνει ακόμη γνωστό ότι η Τουρκία διακόπτει, ως φαίνεται) και εφόσον οι διερευνητικές καταλήξουν κάπου, θα πάμε στο επόμενο βήμα που είναι η διαπραγμάτευση.
Εφόσον αυτή ευδοκιμήσει, προφανώς το ζήτημα μπορεί να λυθεί διμερώς, αλλά επειδή είναι πολύ μεγάλες οι διαφορές που μας χωρίζουν από την Τουρκία για αυτό το ένα και μοναδικό θέμα, τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών, η επόμενη, αυτονόητη λύση είναι να συμφωνήσουν τα δύο μέρη ότι διαφωνούν και να συμφωνήσουν ότι προσέρχονται στη Χάγη.
Αν δεν είναι ούτε η Χάγη ούτε η διμερής επίλυση, τότε θα αφήσουμε αυτές τις διαφορές εσαεί να δηλητηριάζουν τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ή θα πρέπει να πάμε σε άλλα μέσα, στρατιωτικού χαρακτήρα, για να τις λύσουμε.
-Τις προάλλες ο ‘Economist’ έγραψε ότι το αντάλλαγμα για την απόσυρση του Oruc Reis είναι η συμφωνία για διάλογο κορυφής το φθινόπωρο και μάλιστα στο Βερολίνο. Κάποιοι, ωστόσο, θα διερωτηθούν ποιο μπορεί να είναι το αντικείμενο μιας τέτοιας συνάντησης όταν ακόμη και οι ατζέντες είναι διαφορετικές, καθώς η Τουρκία δεν μιλά για ένα εκκρεμές ζήτημα, αλλά για πολύ περισσότερα…
Κατά την άποψή μου, όσο ευέλικτη κι αν είναι η ελληνική πλευρά, όσο κι αν θέλει να βρεθεί κοινός παρονομαστής με την Τουρκία, δεν μπορεί να υπάρχει τίποτε διαφορετικό από συζήτηση, διαπραγμάτευση για ένα θέμα.
Αν η Τουρκία θελήσει να προσθέσει πάνω στο διάλογο ζητήματα όπως η ελληνικότητα νησιών ή η αποστρατιωτικοποίηση νησιών, όποια ελληνική κυβέρνηση δεχόταν ως βάση διαλόγου μια τέτοια βάση, την ίδια στιγμή θα είχε απονομιμοποιηθεί στον ελληνικό λαό. Καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να μπει σε μια τέτοια λογική.
-Ταυτοχρόνως διαπιστώνουμε σύγκρουση απόψεων, ακόμη και εντός των ίδιων κομμάτων, ακόμη και για την αναγκαιότητα αυτού καθαυτού του διαλόγου. Από τη μια ακούσαμε το… δεν συζητάμε με «πειρατές», από την άλλη η άρνηση διαλόγου από την Ελλάδα, επιδεινώνει τη διεθνή μας θέση… Ποια θέση παίρνετε στη διένεξη αυτή;
Μου αρέσει πάντα το μέτρο. Και το ένα και το άλλο κινούνται στα άκρα. Προφανώς και πρέπει να συνομιλείς ακόμη και με μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της Τουρκίας, που είναι αναθεωρητική, προβληματική, δύστροπη, που κλίνει συνεχώς προς τον αυταρχισμό, αποκλίνει συνεχώς από τη Δύση, πολλές φορές μας απειλεί και χρησιμοποιεί τα προσφυγο-μεταναστευτικά ρεύματα για να μας εκβιάσει, χρησιμοποιεί παράνομες NAVTEX για να μας εκβιάσει, προσπαθεί να μας καθίσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με το μαχαίρι στο λαιμό.
Παρόλα αυτά, πρέπει να υπάρχουν ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας. Ασφαλώς όσο συνομιλείς με την άλλη πλευρά υπάρχουν καλύτερες πιθανότητες να μην κλιμακώνεται συνεχώς η ένταση -το προηγούμενο διάστημα η ένταση έφθασε στο peak κι όλα τα σενάρια ήταν ανοιχτά-. Από την άλλη επίσης θεωρώ ακραίο να λέμε ότι με την Τουρκία πρέπει να συνομιλήσουμε εφ’ όλης της ύλης.
-Έχει αλλάξει κάτι στο κοινό δόγμα Αθήνας και Λευκωσίας; Ποια είναι η ενδεδειγμένη, κατά την άποψή σας, σχέση Ελλάδας και Κύπρου;
Η Κύπρος είναι μια ανεξάρτητη χώρα, ένα κομμάτι της οποίας είναι προέκταση του ελληνισμού, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη τρόπο τινά να το υπερασπίζεται και να το υπερασπισθεί αν και εφόσον χρειαστεί.
Άλλωστε η Ελλάδα είναι και μία εκ των τριών εγγυητριών δυνάμεων. Από εκεί και πέρα έχουν υπάρξει προσαρμογές σε αυτό το ενιαίο αμυντικό δόγμα. Είμαστε πλέον σε μια κατάσταση διαφορετική σε σχέση με εκείνη στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
-Ένα τουρκικό ερευνητικό σκάφος στην κυπριακή ζώνη τι συνεπάγεται για την Αθήνα;
Συνεπάγεται για την Αθήνα αλλά και για την Ευρώπη συνολικά, μια κατάφωρη παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός κράτους – μέλους, η οποία πρέπει να αντιμετωπισθεί με τέτοια αποφασιστικότητα ώστε η Τουρκία να απέχει αυτών των ενεργειών. Δυστυχώς όμως, δεν είμαστε εκεί.
Αποδείχθηκε περίτρανα ότι η Ε.Ε. έχει αποφασίσει, τουλάχιστον μέχρι τώρα, να επιδείξει μια πολύ χλιαρή στάση απέναντι στην Τουρκία για αυτό.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα θα ήθελε κάτι πολύ περισσότερο, αλλά προς το παρόν ούτε η Ελλάδα ούτε η Κυπριακή Δημοκρτία το έχουν καταφέρει αυτό.
-Στην ίδια τοποθέτηση ο πρωθυπουργός δηλώνει πως δεν είναι πια αποδεκτή η στάση ουδετερότητας του ΝΑΤΟ. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό, κύριε Φίλη;
Ειλικρινά δεν ξέρω τι έχει στο νου του. Το «δεν είναι αποδεκτή» για αρχή σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πιέσει στο ΝΑΤΟ ώστε να πάψει να έχει το ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου, που καταλήγει κάθε φορά να είναι εξισωτικός μεταξύ θύτη και θύματος, επιτιθέμενου και αμυνόμενου –και ξέρουμε ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα. Από εκεί και πέρα αν αυτό σημαίνει κάτι πρακτικό, θα μου προκαλούσε κατάπληξη.
-Γιατί υπήρξε αναδίπλωση στο θέμα των γαλλικών φρεγατών;
Ειλικρινά δεν το ξέρω, αλλά ελπίζω η αναδίπλωση αυτή να μην είναι οριστική και μπορεί να έχουμε ανατροπή των δεδομένων.
-Κλείνοντας, να ξεδιπλώσουμε λίγο το «φιλμ» προς τα πίσω; Η τουρκική προκλητικότητα πυροδοτήθηκε, υποστηρίζουν κάποιοι, μετά τη σύναψη πολυμερών ή διμερών συμφωνιών της Αθήνας και την ταυτόχρονη εκδήλωση πρόθεσης για εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Εκ των υστέρων θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι προτιμότερο η Αθήνα να ρίξει το βάρος σε άλλες, για παράδειγμα τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας -που ούτως ή άλλως διαθέτει άφθονες- αφήνοντας έτσι στα βάθη των θαλασσών κοιτάσματα και ένταση με τον γείτονα;
Τα κυριαρχικά μας δικαιώματα είτε αφορούν στην εξόρυξη ορυκτού πλούτου από το βυθό της θάλασσας είτε αφορούν σε αιολικά πάρκα στην επιφάνεια της θάλασσας είτε ο,τιδήποτε άλλο, δεν είναι κατ’ εμέ διαπραγματεύσιμα ούτε τα εκχωρούμε σε οποιαδήποτε τρίτη δύναμη ούτε απέχουμε από την άσκηση αυτών για να ικανοποιήσουμε τα συμφέροντα τρίτης χώρας.
Γιατί αν συνέβαινε ή συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρόκειται για «φινλανδοποίηση» της χώρας. Από την άλλη ασφαλώς και θα πρέπει η Ελλάδα που έχει αυτόν τον τεράστιο πλούτο σε ήλιο κι αέρα, να επενδύσει στις ανανεώσιμες πηγές λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα όπως αυτά εξελίσσονται στην αγορά ενέργειας, π.χ. το γεγονός ότι οι ανανεώσιμες πηγές δεν μπορούν για την ώρα να αποθηκευθούν και για αυτό δεν είναι τόσο ελκυστικές.
Εγώ θα έλεγα και φυσικό αέριο και οποιαδήποτε πηγή ενέργειας -αρκεί να είναι καθαρή- και πολύ περισσότερο, στροφή στην πράσινη ενέργεια.