Η παραπλάνηση του αφανούς χρέους
Από τις αρχές (2010) της περιόδου του πρώτου Μνημονίου στη χώρα μας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) παρουσίασε, μεταξύ των άλλων, το αφανές χρέος στο συνταξιοδοτικό σύστημα ως απειλή χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας, προσδίδοντας σ’ αυτό, για τους δικούς του λόγους, χαρακτηριστικά, που ουσιαστικά, δεν έχει. Κι αυτό γιατί ενώ το χρέος της Ελλάδας είναι ένα πραγματικό μέγεθος, το αφανές χρέος στο συνταξιοδοτικό σύστημα είναι μία αναλογιστική εκτίμηση, το μέγεθος του οποίου μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με τις δημογραφικές και κοινωνικο-οικονομικές υποθέσεις εργασίας που χρησιμοποιούνται για το μέλλον.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Το εννοιολογικό του περιεχόμενο συνίσταται από τη διαφορά των εισφορών που θα καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι κατά τα επόμενα πενήντα χρόνια και των συντάξεων που θα καταβληθούν στους συνταξιούχους κατά την ίδια περίοδο. Η διαφορά των εσόδων από τις εισφορές και των πληρωμών για συντάξεις καλύπτεται από την τρίτη πηγή χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) που είναι η κρατική συμμετοχή ως εγγυητής των συντάξεων, σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας μας και τις πρόσφατες (4/10/2019) αποφάσεις του ΣτΕ.
Έτσι, το αφανές χρέος δεν έχει κανένα νόημα σ’ ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ageing Working Group) δεν το λαμβάνει υπόψη της στις αναλογιστικές μελέτες που εκπονεί κάθε τρία χρόνια για όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, αυτό που υπολογίζει και παρακολουθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι η πορεία του δείκτη συνταξιοδοτικής δαπάνης προς το ΑΕΠ και τον δείκτη της κρατικής συμμετοχής προς το ΑΕΠ για την χρονική περίοδο 2020-2070 (50 ετών).
Έτσι, σ’ αυτούς τους εννοιολογικούς, μεθοδολογικούς και πραγματολογικούς όρους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί βιώσιμο το ΣΚΑ στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2020-2070, αλλά με όρους σταδιακής συρρίκνωσης του πραγματικού επιπέδου των συντάξεων (2020-2070 αύξηση του ΑΕΠ κατά 22% και του μέσου επιπέδου των συντάξεων κατά 5,7%).
Την ίδια στιγμή διατυπώνονται απόψεις στην χώρα μας που υποστηρίζουν ότι το ΣΚΑ στην Ελλάδα για να καταστεί βιώσιμο θα πρέπει να λειτουργεί με ultra-κεφαλαιοποιητικούς όρους όχι μόνο στην επικουρική αλλά και στην κύρια ασφάλιση.
Από την άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική, σε σχέση με τις απόψεις που διατυπώνονται στη χώρα μας, η διατύπωση της συμβουλευτικής επιτροπής κοινωνικής ασφάλισης των ΗΠΑ σε επιστολή της προς τον Θεματοφύλακα (Trustee) που εκπονεί την ετήσια αναλογιστική έκθεση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των ΗΠΑ, αναφέροντας ότι «το μέτρο του αφανούς χρέους δεν παρέχει ουσιαστική πληροφόρηση, αντίθετα λειτουργεί παραπλανητικά, προβάλλοντας μία εικόνα ότι η χρηματοοικονομική κατάσταση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι πολύ άσχημη».
Στις εννοιολογικές και μεθοδολογικές αυτές συνθήκες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικεντρώνεται στον προσδιορισμό του δείκτη συνταξιοδοτική δαπάνη προς ΑΕΠ μέχρι το 16,2% του ΑΕΠ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη που εκπονήθηκε για τον Ν.4670/2020 για την Ελλάδα, ο δείκτης αυτός το 2018 ήταν 15,6% του ΑΕΠ και το 2070 θα είναι 11,9% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης εκτιμάται ότι το 2070 θα είναι 12,5% ΑΕΠ.
Επίσης, ο δείκτης της κρατικής συμμετοχής προς το ΑΕΠ από 9,5% του ΑΕΠ στην χώρα μας, εκτιμάται ότι το 2070 θα μειωθεί στο 5,5% του ΑΕΠ. Την ίδια περίοδο αν υπολογιστεί το αφανές χρέος, δηλαδή αν αθροίσουμε όλες τις ετήσιες κρατικές χρηματοδοτήσεις των πενήντα μελλοντικών ετών στο σήμερα, αυτό το ποσό εκτιμάται στο ύψος των 800 δισ. ευρώ περίπου.
Γιατί όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση παρά το ύψος αυτού του αφανούς χρέους θεωρεί ότι μετά τον Ν. 4670/2020 το ΣΚΑ στην Ελλάδα είναι βιώσιμο για την περίοδο 2020-2070;
Η απάντηση είναι γιατί στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα των πενήντα ετών η χώρα μας, ακόμα και με τη δυσμενή παραδοχή για μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ σε αυτό το χρονικό διάστημα ίση με 1%, η ελληνική οικονομία θα παράξει 10,5 τρισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι εάν ένας εργαζόμενος λαμβάνει 10.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα και πληρώνει 550 ευρώ ετήσιο ενοίκιο σε σπίτι που διαμένει, τότε αυτός ο εργαζόμενος διατρέχει τον κίνδυνο να χρεοκοπήσει εξαιτίας του ενοικίου που πληρώνει;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, υποστηρίζει πως εάν κατέβαλε ως ενοίκιο 1620 ευρώ το χρόνο, τότε θα είχε πρόβλημα και αυτό γιατί δεν θα μπορούσε να δαπανήσει χρήματα σε άλλους τομείς, όπως η τροφή, η ένδυση, η εκπαίδευση, η υγεία, η αποταμίευση, η διασκέδαση.
Δηλαδή, στην περίπτωση του παραδείγματος μας, το «αφανές χρέος» για την πληρωμή ενοικίου είναι 550 επί 40 (όση είναι μία εργασιακή περίοδος) = 22.000 ευρώ όταν στο ίδιο χρονικό διάστημα ο εργαζόμενος του παραδείγματός μας θα έχει λάβει συνολικό εισόδημα της τάξης των 400.000 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το αφανές χρέος της Ελλάδας πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2009 υπολογίζονταν στα 900 δισ. ευρώ. Το 2018 λόγω της ύφεσης που προκάλεσαν οι Μνημονιακές πολιτικές έγιναν πολύ χειρότερες οι μελλοντικές δημογραφικές και οικονομικές υποθέσεις εργασίας με αποτέλεσμα (Ν. 4387/2016) τη μείωση του αφανούς χρέους στο επίπεδο των 800 δισ. ευρώ και του επιπέδου των παροχών.
Με άλλα λόγια, εάν χρησιμοποιήσουμε το επίπεδο των παροχών του 2018 και τις οικονομικές και δημογραφικές υποθέσεις εργασίας πριν την κρίση, το αφανές χρέος θα εκτιμάται σε 550- 600 δισ. ευρώ. Επίσης, το εγχείρημα της ultra-κεφαλαιοποίησης του συνόλου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης δημιουργεί ένα πραγματικό χρέος (κόστος μετάβασης) (και όχι αφανές) ύψους περίπου 130 δισ. ευρώ.
Χρέος που θα απειλούσε τη χώρα μας με χρεοκοπία. Κι΄αυτό γιατί όταν οι αγορές αντιληφθούν ότι η Ελλάδα, μετέτρεψε το αφανές χρέος (implicit deficit), στο οποίο δίδεται ελάχιστη σημασία, αφού αυτό που εξετάζεται είναι όπως αναφέραμε η πορεία του δείκτη συνταξιοδοτικής δαπάνης προς το ΑΕΠ, σε πραγματικό χρέος (explicit deficit), τότε η εμπιστοσύνη για την αποπληρωμή των δανείων των Μνημονίων θα εξανεμιστεί και τα επιτόκια δανεισμού θα εκτοξευθούν σε απαγορευτικά επίπεδα και αυτό θα διατηρηθεί για πολλά έτη μέχρι η Ελλάδα να μπορέσει να καλύψει πλήρως (25 χρόνια) το κόστος μετάβασης.
Παράλληλα, εξετάζοντας το συνταξιοδοτικό μέλλον των νέων γενιών, με την πρόταση της μετατροπής του συνόλου της κοινωνικής ασφάλισης από ανα-διανεμητικό σύστημα με καθορισμένη την παροχή της σύνταξης σε ultra- κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών χωρίς τη χρηματοδότηση του κράτους (35% των εσόδων του ΣΚΑ), αναδεικνύεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, ότι το μελλοντικό μέσο μηνιαίο επίπεδο των συντάξεων με το προτεινόμενο σύστημα, θα αντιστοιχεί σε επίπεδο 50% περίπου του επιπέδου των 900 ευρώ που έχει υπολογιστεί με τον Ν. 4670/2020 μέχρι το έτος 2070. Εκτός και εάν θεωρείται ότι οι επενδύσεις θα επιτυγχάνουν εξωφρενικά μεγάλες αποδόσεις, οι οποίες όμως θα έχουν και τον αντίστοιχο υψηλό χρηματοοικονομικό κίνδυνο, όπως συνέβη και το 2008, με την ασφαλιστική εταιρεία AIG όπου, για να μην χαθούν τα χρήματα των εργαζομένων, το κράτος (ΗΠΑ) χρηματοδότησε την ασφαλιστική εταιρεία με 85 δισ. ευρώ από τους φόρους των πολιτών.
Τέλος, στην αναφορά του αντίστοιχου Σουηδικού ασφαλιστικού συστήματος ως του τελειότερου, απαντά ο ίδιος ο εμπνευστής του (Scherman K.G., (2003), “The Swedish pension reform: a good model for other countries?”, NFT 4/2203), ο οποίος σχεδιάζοντας το 1996 τη «μεταρρύθμιση» που ισχύει μέχρι σήμερα, μετά από 10 έτη λειτουργίας στην προαναφερόμενη δημοσίευση του, υποστηρίζει ότι το Σουηδικό ασφαλιστικό σύστημα αποτελεί ένα case study προς αποφυγή.
Κι αυτό γιατί μπορεί η «μεταρρύθμιση» να εξασφάλισε την μακροχρόνια χρηματοοικονομική ισορροπία του σουηδικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, αλλά αυτό έγινε με μεγάλη μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών και με σημαντική μείωση των συντάξεων που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας, αποστερώντας, σύμφωνα με τον εμπνευστή του, το σουηδικό ασφαλιστικό σύστημα από κάθε ίχνος αλληλεγγύης (solidarity).
*Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Υποψ. Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου