Δεν “διαβάζουμε” τον Ερντογάν…
Η Τουρκία είναι προβλέψιμη, αρκεί κανείς να ακούει και να διαβάζει όσα δηλώνουν κατά καιρούς ο Ταγίπ Ερντογάν και οι στενοί του συνεργάτες. Δυστυχώς, το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν μελετάει τις δηλώσεις, τους σχεδιασμούς και τις κινήσεις της τουρκικής πλευράς και συχνά αγνοεί τις αναλύσεις κάποιων έμπειρων αναλυτών των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας. Το διαπίστωσα για ακόμα μία φορά τις τελευταίες ημέρες, ακούγοντας δύο κορυφαίους υπουργούς αλλά και στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μου δηλώνουν πως δεν έκαναν τον κόπο να διαβάσουν την τελευταία αναλυτική συνέντευξη που παραχώρησε ο εξ απορρήτων του Τούρκου προέδρου Ιμπραχίμ Καλί στο NTV.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Σε αυτή την συνέντευξη ο Καλίν εμφανίζει την χώρα του πρόθυμη να προχωρήσει σε “διάλογο” με την Ελλάδα (ακριβέστερα, υποστηρίζει πως έχει ήδη ξεκινήσει), μετά την μυστική συνάντηση που είχε ο ίδιος στο Βερολίνο με την διπλωματική σύμβουλο του πρωθυπουργού Ελένη Σουρανή (και πιθανώς χωρίς την συναίνεση ή έστω την κατάλληλη προετοιμασία με τον Νίκο Δένδια), και περιγράφει την ατζέντα των θεμάτων που θα βάλει σε ένα τέτοιο τραπέζι διαπραγματεύσεων ο εξ Ανατολών γείτονας.Θράκη, νησιά, γεωτρήσεις, ανατολικη Μεσόγειος. Δηλαδή, τα πάντα.
Οι Τούρκοι έχουν προαναγγείλει πως θα προχωρήσουν σε σεισμικές έρευνες και γεωτρήσεις σε ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά του Καστελόριζου και νοτίως της Κρήτης εδώ και καιρό. Το έχουν δηλώσει ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο Καλίν, ο Ερντογάν. Κανένας αιφνιδιασμός δεν επιτρέπεται. Η περυσινή πλεύση του Oruc Reis εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων ήταν ένα τεστ στο οποίο η ελληνική πλευρά αξιολογήθηκε από τους Τούρκους ως υποχωρητική και αμήχανη. Όσοι επισημαίναμε πως επρόκειτο για σκόπιμη και βάσει σχεδιασμού κίνηση της Τουρκίας και όχι αποτέλεσμα των…μποφόρ δεχθήκαμε επικρίσεις από κυβερνητικά στελέχη. Τα αποτελέσματα εκείνης της ολιγωρίας -και πολλών άλλων- τα διαπιστώνουμε τούτες τις ώρες, με τον μισό τουρκικό στόλο να πλέει προς την δεσμευμένη με Navtex θαλάσσια περιοχή, εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Η ατζέντα Καλίν και η επιχειρησιακή κλιμάκωση της Άγκυρας έχουν ένα κοινό τόπο.
Ο Ταγίπ Ερντογάν θέτει τις βάσεις για μια συνολική αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης και την διεκδίκηση του διαμοιρασμού των φυσικών πόρων.
Το δεύτερο το συζήτησε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τον απεσταλμένο της Μέρκελ Ζοζέπ Μπορέλ και αναφέρεται ρητώς στο απομαγνητοφωνημένο κείμενο των δηλώσεών τους που απέστειλε στην κεντρική υπηρεσία του ΥΠΕΞ η πρεσβεία μας στην Άγκυρα. Διέλαθε (;) κι αυτό της προσοχής των κυβερνητικών στελεχών και των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ, όπως διέλαθε (;) και το ότι ο Ισπανός αρμοστής έκανε λόγο για “χωρικά ύδατα” περιγράφοντας τα θέματα μιας απευθείας ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης με γερμανική διαμεσολάβηση.
Δεν βρέθηκε κανείς στην Αθήνα να διαμηνύσει στον προκλητικό και “αδιάβαστο” Μπορέλ πως η Ελλάδα παγίως αναγνωρίζει μια και μόνο διαφορά: την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Και φυσικά οι τουρκικές κεραίες έλαβαν δυνατά και καθαρά το μήνυμα της σιωπής της ελληνικής πλευράς. Όπως, δυνατά και καθαρά έχουν λάβει τα μηνύματα των κατά καιρούς δηλώσεων του αναπληρωτή συμβούλου ασφαλείας του πρωθυπουργού και του καθηγητή Ροζάκη για συνεκμετάλλευση και την επήρεια του Καστελόριζου.
Ο Ερντογάν διαθέτει ολοκληρωμένο σχέδιο και αποσκοπεί στην αποδόμηση της “στρατηγικής του Κεμάλ”. Μέχρι το 2023 -εκατό χρόνια από την ίδρυση του τουρκικού κράτους- ο Τούρκος πρόεδρος σκοπεύει να έχει αναιρέσει στην ουσία τις βασικές συνιστώσες της κεμαλικής Τουρκίας. Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι μία από αυτές, ακόμα και η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί (αναιρώντας την λογική Κεμάλ) εντάσσεται στον ίδιο σχεδιασμό.
Ο Τούρκος πρόεδρος έχει γνωρίσει και “αναμετρηθεί” με πολλούς Έλληνες πρωθυπουργούς. Μελετά το ελληνικό πολιτικό σύστημα, τους διχασμούς και τις αντιπαραθέσεις μας, μελετά κάθε ηγέτη ξεχωριστά, αντιλαμβάνεται πλήρως πως λειτουργούμε ως χώρα. Σε αντίθεση με την ελληνική διπλωματία και το πολιτικό μας σύστημα που προτιμά να ασχολείται με οτιδήποτε άλλο εκτός από τη θέση της χώρας. Παρότι η Ελλάδα ενισχύθηκε γεωπολιτικά τα προηγούμενα χρόνια χάρη στις προσπάθειες, αρχικώς της κυβέρνησης Σαμαρά και, κυρίως, της κυβέρνησης Τσίπρα (με τον φιλόδοξο και τεκμηριωμένο σχεδιασμό Κοτζιά), οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί ελάχιστα καταλαβαίνουν από γεωπολιτική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι αρκετοί της δεξιάς πλευράς του πολιτικού φάσματος επένδυσαν πολιτικά στον Ντόναλντ Τραμπ δίχως να μπορέσουν να αντιληφθούν εγκαίρως τις αμοράλ σχέσεις που οικοδομούσε με την Τουρκία και προσωπικά με τον Τούρκο πρόεδρο και την πλήρη απαξίωση του διεθνούς δικαίου και των ισορροπιών στην περιοχή μας. Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι και το παράδειγμα ότι επενδύουν τώρα στη διαμεσολάβηση Μέρκελ (μη έχοντας συνομιλητή στην Ουάσιγκτον ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε την παρέμβαση της Γερμανίδας Καγκελαρίου), μη μπορώντας να αντιληφθούν πως η Γερμανία δεν προσεγγίζει τα πράγματα στην περιοχή μας με γεωπολιτικό βάθος αλλά στη βάση των οικονομικών ευκαιριών που δημιουργούνται.
Η Μέρκελ δεν θα σταθεί ποτέ στους κανόνες που απορρέουν από Συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο αλλά θα επιχειρήσει να διευθετήσει την οξεία ελληνοτουρκική κρίση στη βάση των δικών της συμφερόντων. Εκ των πραγμάτων κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε μεγάλες εκπτώσεις, σε “μη ευχάριστες λύσεις”, όπως έλεγε προ έτους σε άρθρο του ο Κώστας Σημίτης. Αυτή την προσέγγιση συνεχίζουν να εκπροσωπούν πρόσωπα κοντά στον πρωθυπουργό, αν και για να είμαστε ακριβείς και δίκαιοι πρόκειται για μια αντίληψη που υπάρχει και στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΙΝ.ΑΛ.
Δυστυχώς για την Ελλάδα έχουν δημιουργηθεί ήδη κάποια τετελεσμένα. Η επίκληση της απειλής των κυρώσεων της ΕΕ προς την Τουρκία κινδυνεύει να γίνει μια “κούφια” απειλή, ιδιαίτερα από την στιγμή που έχει εμπλακεί διαμεσολαβητικά η ισχυρότερη ευρωπαϊκή χώρα. Οι κυρώσεις χάθηκαν στο κενό της ελληνικής αμήχανης στάσης, τον τελευταίο χρόνο, και τώρα είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν εκείνες οι ευρωπαϊκές συμμαχίες που να τις επιβάλλουν.
Με την απειλή της Τουρκίας άμεση και ενεργή, άλλωστε, οι Ευρωπαίοι εξουθενώθηκαν επί 5 ημέρες για μια αμφίσημη λύση σχετικά με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και παρέπεμψαν στις καλένδες του Σεπτεμβρίου το ελληνικό αίτημα για να συζητηθεί το θέμα της Τουρκίας. Τόσο…καίγονται!
Το πιθανότερο είναι πως ο Ερντογάν δεν θα φθάσει τα πράγματα, το επόμενο διάστημα, σε σημείο θερμού επεισοδίου ή πολεμικής εμπλοκής. Δημιουργεί, όμως, περιβάλλον εμπλοκής και ενισχύει την θέση και τα επιχειρήματά του.Το γερμανικό “ενδιαφέρον”, ως υποκατάστατο της απουσίας μιας αμερικανικής πρωτοβουλίας για αποκλιμάκωση (την οποία έχει υποσχεθεί ο Μάϊκ Πομπέο από τον Ιανουάριο), είναι αμφιλεγόμενο και πιθανώς να περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Σε κάθε περίπτωση είμαστε υποχρεωμένοι, πλέον, να το συζητήσουμε. Όχι όμως χωρίς όρους και χωρίς ενίσχυση της δικής μας θέσης. Η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, για παράδειγμα, είναι μια υπόθεση που εκκρεμεί και δεν προωθείται από τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Η συγκρότηση αρραγούς εθνικού μετώπου είναι επίσης κάτι απολύτως αναγκαίο. Ως μήνυμα προς τον Ερντογάν (που τρίβει τα χέρια του να μας βλέπει διχασμένους), προς την Ευρώπη και προς τον ελληνικό λαό. Ο πρωθυπουργός δείχνει έως σήμερα πως προτιμά να κρατά κλειστό το πεδίο των χειρισμών και να μην αναλαμβάνει πολιτικές πρωτοβουλίες. Γι αυτό και κάνει στρατηγικά λάθη. Δεν μειώνει, τουναντίον ενισχύει την ηγετικότητά του, μια συνεννόηση με τους πολιτικούς αρχηγούς και δη τον Αλέξη Τσίπρα (παρότι προ μηνών ουδόλως αντέδρασε όταν ο κυβερνητικός του εκπρόσωπος τον αποκάλεσε “δούρειο ίππο” της Τουρκίας!) και η σύγκληση του Συμβουλίου Αρχηγών που επιμόνως του ζητά η αντιπολίτευση.
Το ρίσκο του να χειριστεί μόνος του μια σοβαρή ελληνοτουρκική κρίση και μια διαδικασία απευθείας διαπραγματεύσεων είναι μεγάλο. Είναι έως σήμερα ακατανόητο γιατί δεν το μοιράζεται…