Όρους για την συναίνεσή του στο Ταμείο Ανάκαμψης θέτει ο Κουρτς- Υποχωρήσεις από τις Βρυξέλλες
Όρους για τη συγκατάθεσή του στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά το Ταμείο Ανασυγκρότησης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού, για το οποίο αναμένεται να ληφθούν αποφάσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο τέλος της εβδομάδας, έθεσε ο ομοσπονδιακός καγκελάριος της Αυστρίας Σεμπάστιαν Κουρτς, σε συνέντευξη του που δημοσιεύθηκε χθες στην γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung και αναπαρήγαγαν εκτενώς αυστριακά Μέσα Ενημέρωσης.
«Αφού θα πάρουμε στα χέρια μας πάρα πολλά κρατικά χρήματα, θα πρέπει τουλάχιστον αυτά να κατευθυνθούν στους σωστούς τομείς», υπογράμμισε, σημειώνοντας πως κατά τη γνώμη του πρέπει να διατεθούν κυρίως για περισσότερη έρευνα και εξέλιξη των ψηφιακών υποδομών.
Για τον συντηρητικό ηγέτη, πρέπει επίσης να γίνουν επενδύσεις σε τεχνολογικές αλλαγές, «κάτι απαραίτητο για καλύτερη προστασία του κλίματος» και, επιπλέον, η κατανομή των κονδυλίων της βοήθειας πρέπει να συνοδεύεται από την απαίτηση για την προώθηση μεταρρυθμίσεων, όπως η μείωση της γραφειοκρατίας ή η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ώστε «τα χρήματα να μη χρησιμοποιηθούν μόνο για να καλύψουν τις τρύπες των προϋπολογισμών».
Ο Αυστριακός καγκελάριος, επαναλαμβάνοντας επίσης την απαίτηση οι δικαιούχες χώρες να επιστρέψουν τουλάχιστον μέρος της ενίσχυσης αργότερα, πρόσθεσε χαρακτηριστικά «τάσσομαι υπέρ της συνολικής ισορροπίας μεταξύ δανείων και επιχορηγήσεων», προσθέτοντας πως οι επιχορηγήσεις δεν πρέπει να είναι «υπέρμετρα υψηλές».
Μαζί με την Ολλανδία, τη Δανία και τη Σουηδία, η Αυστρία είναι μια από τις χώρες που εξαρχής εναντιώνονται στη χορήγηση μη επιστρεπτέων επιχορηγήσεων ή ενισχύσεων στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία. Αξιώνουν να υπάρξει οικονομική ενίσχυση μόνο αν συνοδεύεται από αυστηρές απαιτήσεις για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.
Το Σχέδιο Ανασυγκρότησης που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι από τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ, τα 500 θα χορηγηθούν ως ενισχύσεις και επιχορηγήσεις και τα 250 υπό μορφή δανείων.
Μόλις την Πέμπτη, ο Σεμπάστιαν Κουρτς, μιλώντας στην αυστριακή Βουλή στη Βιέννη, δήλωσε ότι είναι ανάγκη να συζητηθεί το Σχέδιο Ανασυγκρότησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού.
Ο ίδιος λέει πως αντιλαμβάνεται μεγαλύτερη ανάγκη για συζήτηση γύρω από το αναπτυξιακό ταμείο, καθώς υπάρχουν, παρατήρησε, «μεγάλες διαφορές απόψεων» σχετικά με το πώς θα πρέπει να δοθεί η βοήθεια – με τη μορφή δανείων ή επιχορηγήσεων και ενισχύσεων – και σχετικά με τα κριτήρια της διάθεσης, όπως η κάμψη της οικονομικής παραγωγής ή η αύξηση της ανεργίας.
Ο Αυστριακός καγκελάριος, αρχηγός του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος – ηγείται της κυβέρνησης συνασπισμού με τους Πράσινους –, διακηρύσσοντας επανειλημμένα την απορριπτική στάση του, εμφανίζεται ως ο επικεφαλής μιας ομάδας τεσσάρων κρατών, των αυτοαποκαλούμενων «φειδωλών» , οι οποίες συνεισφέρουν καθαρά στον κοινοτικό προϋπολογισμό (Αυστρία, Δανία, Ολλανδία, Σουηδία) και κρατούν ιδιαίτερα περιοριστική και σκληρή στάση.
Και αυτό τόσο στο θέμα του νέου επταετούς δημοσιονομικού πλαισίου της Ε.Ε., όσο και στο Ταμείο Ανάκαμψης και στο Σχέδιο της Επιτροπής. Οι «τέσσερις» αντιπροτείνουν χορηγήσεις μόνο δανείων, όχι ενισχύσεων, στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία.
Υποχωρήσεις από τις Βρυξέλλες
Το διαπραγματευτικό του πλαίσιο για τον νέο επταετή προϋπολογισμό της Ε.Ε. (Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027) και το Ταμείο Ανάκαμψης παρουσίασε χθες ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ. Ο κ. Μισέλ διατήρησε απαράλλακτη την πρόταση της Επιτροπής για το Ταμείο, τόσο σε συνολικό μέγεθος όσο και σε αναλογία επιχορηγήσεων και δανείων (500 δισ. επιχορηγήσεις και 250 δισ. δάνεια). Προβλέπει, ωστόσο, ισχυρότερο ρόλο για τα κράτη-μέλη στην έγκριση των δαπανών, ικανοποιώντας εν μέρει τα αιτήματα των «σκληρών» του Βορρά, ενώ τροποποιεί τα κριτήρια κατανομής, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική ζημία της περιόδου 2020-2021.
Η νέα πρόταση Μισέλ για τον προϋπολογισμό είναι ελαφρώς μειωμένη σε σύγκριση με αυτή του Φεβρουαρίου (1,074 έναντι 1,094 τρισ.) και έναντι της πρότασης της Επιτροπής (1,1 τρισ. ευρώ). Οι πόροι για τη Συνοχή και την ΚΑΠ μένουν ως είχαν στην πρόταση του Φεβρουαρίου, ενώ περικόπτονται πόροι από το ερευνητικό πρόγραμμα Horizon Europe, τις εξωτερικές σχέσεις και το InvestEU (και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, τα κονδύλια αναπληρώνονται και με το παραπάνω μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης). Επιπλέον, διατηρούνται οι «διορθωτικοί μηχανισμοί» (rebates) για την Αυστρία, τη Δανία, τη Σουηδία, την Ολλανδία και τη Γερμανία σε πραγματικούς όρους (σε τιμές 2020). Το 30% των προγραμμάτων του ΠΔΠ πρέπει να συμβάλλει στους στόχους μείωσης των εκπομπών της Ενωσης, σύμφωνα με την πρόταση.
Το ΠΔΠ στη νεότερη εκδοχή Μισέλ περιλαμβάνει ένα αποθεματικό ταμείο 5 δισ. ευρώ για τις περιοχές και τους κλάδους που θα πληγούν περισσότερο αν ολοκληρωθεί το Brexit χωρίς νέα εμπορική συμφωνία. Παράλληλα, διατηρείται η διασύνδεση κοινοτικής χρηματοδότησης με το σεβασμό του κράτους δικαίου – αλλά απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία στο Συμβούλιο, που σημαίνει ότι οι «συνήθεις ύποπτοι» (Ουγγαρία, Πολωνία) θα μπορούν με μικρό αριθμό συμμάχων να μπλοκάρουν τις κυρώσεις.
Μία βασική διαφορά με την πρόταση της Επιτροπής όσον αφορά το Ταμείο είναι ότι ο πρόεδρος του Συμβουλίου προτείνει –κατόπιν αιτημάτων τόσο από χώρες του Βορρά όσο και του Νότου, σύμφωνα με υψηλόβαθμο αξιωματούχο της Ε.Ε.– η διάρκεια του Ταμείου να είναι τριετής (να ολοκληρώνονται οι δεσμεύσεις το 2023) αντί για τετραετής και οι πληρωμές να ολοκληρωθούν το 2026 αντί για το 2027. Επιπλέον, θέτει το έτος εκκίνησης της αποπληρωμής των ομολόγων που θα εκδώσει η Επιτροπή για να χρηματοδοτήσει το όλο εγχείρημα δύο χρόνια νωρίτερα, το 2026.
Σχετικά με τα κριτήρια κατανομής των πόρων (αντικείμενο έντονης κριτικής από πολλά κράτη-μέλη), ο κ. Μισέλ έχει διατηρήσει τη λογική της Επιτροπής για το 70% των πόρων του Recovery and Resilience Facility (το μεγαλύτερο τμήμα του Ταμείου, που θα μοιράσει συνολικά 310 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις), που θα διανεμηθούν το 2021-2022. Τα κριτήρια κατανομής της Επιτροπής, υπενθυμίζεται, είναι τρία: πληθυσμός, ΑΕΠ κατά κεφαλήν και μέση ανεργία 2015-2019. Για το υπόλοιπο 30%, που θα διανεμηθεί το 2023, ο πρόεδρος του Συμβουλίου προτείνει να ληφθεί υπόψη η πτώση του ΑΕΠ του κάθε κράτους-μέλους κατά το 2021-2022.
Σχετικά με την αιρεσιμότητα και τη διακυβέρνηση του Ταμείου, η πρόταση Μισέλ ουσιαστικά αναπαράγει αυτή που παρουσίασε η γερμανική προεδρία την τρέχουσα εβδομάδα σε επίπεδο μόνιμων αντιπροσώπων. Σύμφωνα με αυτή, η Κομισιόν θα εξετάζει για περίοδο δύο μηνών τα εθνικά προγράμματα ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (recovery and resilience) που θα καταθέτει κάθε κράτος-μέλος για να εισπράξει τους πόρους που του αναλογούν.
Στη συνέχεια, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα ψηφίζει επί της εισήγησης της Επιτροπής, που θα περιλαμβάνει ορόσημα, στόχους και ύψος χρηματοδότησης, με την απόφαση να λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία. Μετά δύο ακόμα μήνες, η Κομισιόν θα κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εκταμίευση, κατόπιν γνωμοδότησης της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής της Ενωσης (όργανο που αποτελείται από ανώτερους υπαλλήλους των εθνικών διοικήσεων και των κεντρικών τραπεζών, της ΕΚΤ και της Επιτροπής). Δεν θα απαιτείται νέα ψηφοφορία σε αυτή τη φάση από το Συμβούλιο.
Τέλος, σχετικά με τους νέους ίδιους πόρους που θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή του κοινού ευρωπαϊκού χρέους, ο κ. Μισέλ, πλην του τέλους επί των πλαστικών ειδών που προβλέπεται να ισχύσει από το 2021, προτείνει η Κομισιόν να καταθέσει προτάσεις για νέο ψηφιακό φόρο και τον διασυνοριακό μηχανισμό άνθρακα στο α΄ τρίμηνο του χρόνου, ώστε να επιβληθούν το 2023.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα πως οι κίνδυνοι για την οικονομία της Ζώνης του Ευρώ παραμένουν «εξαιρετικά υψηλοί». Ως αποτέλεσμα, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις δεσμεύσεις της τράπεζας να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για τη διάσωση της οικονομίας, οι περισσότεροι οικονομολόγοι προεξοφλούν ότι η ΕΚΤ θα διογκώσει περαιτέρω το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων αξίας 1,35 τρισ. ευρώ.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διεξήγαγε το Bloomberg μεταξύ οικονομολόγων, η πλειονότητα αυτών προβλέπει πως η κεντρική τράπεζα όχι μόνο θα παρατείνει τη διάρκεια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά ότι επίσης θα το διογκώσει κατά 500 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του έτους. Παρ’ όλα αυτά, οι προσδοκίες από τη συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ την επόμενη εβδομάδα είναι χαμηλές, καθώς προβλέπεται πως θα κρατήσει σταθερούς τους υφιστάμενους όρους του προγράμματος.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ, Καθημερινή