3ο Συνέδριο ΣΥΡΙΖΑ: Restart ή “αριστερόμετρα”;
Με απόφαση της Πολιτικής του Γραμματείας ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε ότι πιάνει και πάλι το νήμα που έκοψε η πανδημία και οδεύει προς το 3ο του Συνέδριο το Φθινόπωρο με το οποίο προσδοκά να κλείσει η μεταβατική περίοδος η οποία ξεκίνησε από την ήττα στις εκλογές του περασμένου Ιουλίου και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Του Αντρέα Παναγόπουλου
Μία μεταβατική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μία μάλλον φυσιολογική αμηχανία τους πρώτους μήνες και μια μάλλον ανεξήγητη καθυστέρηση στο να γίνει το Συνέδριο το Φθινόπωρο του 2019, μεταθέτοντάς το αρχικά για τις αρχές του 2020 και στη συνέχεια για τον Μάιο, κοντά στο Πάσχα. Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε… κοροναϊός κελεύει κι έτσι το Συνέδριο αναβλήθηκε και πάλι.
Ετσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, η υπόθεση της Προοδευτικής Συμμαχίας ατόνισε οργανωτικά αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο και… ανοιχτό το παράθυρο για ανούσιες αντιπαραθέσεις παρεμβάσεις, για εξ ιδίων βέλη και για τις ένθεν και ένθεν κατηγορίες για απόπειρες «πασοκοποίησης», για «αριστερές εμμονές» και «ιδεοληψίες» που παραπέμπουν στο «μικρό κόμμα του 3%».
Υπαρκτές διαφορές τάσεων και ρευμάτων που ενυπάρχουν στον ΣΥΡΙΖΑ από την ίδρυσή του και οι εκφραστές τους ουδέποτε έκρυψαν είτε πριν είτε μετά το 2015 όταν βρέθηκαν δίπλα-δίπλα στα κυβερνητικά έδρανα, εμφανίστηκαν ως πρόσφατες ρηγματώσεις. Εικόνα που μεγεθύνθηκε από τα ΜΜΕ και τα Κοινωνικά Δίκτυα ωσάν ο ΣΥΡΙΖΑ να σπαράσσεται εσωτερικά χωρισμένος σε «τσιπρικούς» και «σκουρλετικούς», «πασοκογενείς» και «καθαρόαιμους αριστερούς», «προεδρικούς» και «53» όπου ο ένας υποσκάπτει ή «μαχαιρώνει» τον άλλον με τα «αριστερόμετρα» να έχουν πάρει φωτιά.
Στην πραγματικότητα, όλο αυτό το διάστημα, αυτές οι διαφορές δεν ξεπέρασαν ποτέ τα όρια σε επίπεδο οργάνων, στις συνεδριάσεις των οποίων εκφράζονται μεν διαφωνίες που όμως ποτέ δεν έφτασαν σε ανοιχτή αμφισβήτηση είτε για την ίδια τη διεύρυνση του κόμματος είτε άλλων πολιτικών αποφάσεων είτε πολύ περισσότερο του ίδιου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, επιβεβαιώνοντας ότι «τάσεις υπάρχουν αλλά δεν λειτουργούν σαν ένα κόμμα μέσα στο κόμμα». Κι αυτό καμιά πλευρά δεν το αμφισβητεί.
Τα σημεία τριβής πολλά αλλά όχι, μέχρι στιγμής, θεμελιώδη. Αρθρα «φίλων» που κατακεραυνώνουν στελέχη που στη συνέχεια μένουν «ακάλυπτα» από την ηγεσία. Γκρίνια για συγκεκριμένους υποψήφιους στις περσινές τριπλές εκλογές αλλά και για εγχειρήματα όπως ο i-syriza τουλάχιστον, στο ξεκίνημά του. Αντιρρήσεις για το ύφος, το στυλ αλλά και την δημόσια εικόνα άλλων στελεχών όπως ο Πολάκης ή ο Παπαδημούλης. Αλλά και αντιδράσεις για όρους όπως αυτός της «κεντροαριστεράς» που προκαλεί αλλεργία σε πολλά στελέχη και μέλη που όμως ποτέ δεν διατυπώθηκαν επίσημα από κομματικά στελέχη ή από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα –πράγμα που επανέλαβε και ο ίδιος στην τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας.
Σημαντικότερες όλων είναι οι διαφωνίες για τον τρόπο και τους όρους διεύρυνσης του κόμματος με τους λεγόμενους «προεδρικούς» να κατηγορούν τους «53» για… «ξενοφοβία» και «κλειστές οργανώσεις που πρέπει να ανοίξουν σε όλους όσους θέλουν να γίνουν μέλη για να αντιστοιχηθεί το ποσοστό του κόμματος με τον αριθμό και την προέλευση των μελών» και την άλλη πλευρά να θεωρεί ότι κάτι τέτοιο σημαίνει «μπάτε σκύλοι, αλέστε» ή ότι «θα έλθουν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα και να μετατρέψουν το ΣΥΡΙΖΑ σε ΠΑΣΟΚ», ζητώντας όρους και προϋποθέσεις και βγάζοντας «κόκκινη κάρτα» σε στελέχη που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ (παπανδρεϊκό ή σημιτικό) και το μετέπειτα ΚΙΝΑΛ.
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω τόσο η προσυνεδριακή περίοδος όσο και το ίδιο το Συνέδριο θα αποδείξουν το αν αυτές οι διαφορές βαθύνουν φτάνοντας στην ανοιχτή ρήξη ή και τη διάσπαση ή αν ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ολοκληρώσει τη διαδικασία ενηλικίωσής του, μία διαδικασία ωρίμανσης που το απότομο μεγάλωμά του το 2012 και η εκτίναξή του στην εξουσία το 2015, εν μέσω μνημονίων, δεν άφησαν να εξελιχθεί φυσιολογικά, αφήνοντας οργανωτικά και όχι μόνο, «κουσούρια».
Προϋπόθεση αυτής της ενηλικίωσης είναι, πέρα και πάνω από όλα τα άλλα, η κοινή (άλλα όχι και αυτονόητη) συμφωνία όλων, στελεχών και μελών ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα εξουσίας σε ένα δικομματικό πολιτικό σκηνικό, με εμπειρία στη διακυβέρνηση της χώρας και όχι ένα κόμμα διαμαρτυρίας που του αρκεί να ασκεί σκληρή αντιπολίτευση στη Βουλή και στο δρόμο.
Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει ότι θα υπάρξει μία σε βάθος αποτίμηση της κυβερνητικής του θητείας, των όσων κατάφερε αλλά εκείνων που δεν μπόρεσε να φέρει εις πέρας, των λαθών και των αδυναμιών του κάποιες εκ των οποίων συνέβαλαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό στην εκλογική του ήττα. Αποτίμηση που δεν ωφελεί να πάρει τη μορφή αυτομαστιγώματος ψυχολογικής εκτόνωσης άνευ ουσίας αλλά να καταλήξει σε συμπεράσματα για την επόμενη ημέρα.
Μία επόμενη ημέρα που όποτε κι αν έλθει, στο τέλος της τετραετίας ή πριν από αυτό, είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι στρωμένη με ροδοπέταλα κάνοντας το μακρινό 2015 να μοιάζει με σχολική εκδρομή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις γκρίνιες και τις καθυστερήσεις δείχνει να έχει κατανοήσει ήδη από τις πρώτες ημέρες της πανδημίας τα δεινά που αυτή θα φέρει για την οικονομική κατάσταση της χώρας και των Ελλήνων. Τόσο η συναινετική στάση για τα υγειονομικά μέτρα την όποια ευθύς εξαρχής υιοθέτησε ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και η γρήγορη κατάρτιση και παρουσίαση του προγράμματος «Μένουμε Ορθιοι», παρά το blackout που του επέβαλαν τα ΜΜΕ, δείχνουν ότι και τα κατάλληλα ανακλαστικά διαθέτει και την επίγνωση ότι κάποια στιγμή θα κληθεί να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά» με ίσως δυσμενέστερους όρους από ότι τον Ιανουάριο του 2015.
Πέρα όμως από τις προτάσεις του για την αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος της οικονομικής κρίσης, που πολλοί λένε ότι θα είναι σφοδρότερο από εκείνο του 2010, ανάλογα ξεκάθαρες και ρεαλιστικές –ωσάν να κυβερνούσε σήμερα- θα πρέπει να είναι και οι θέσεις και προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τα μεγάλα εθνικά θέματα, τα ελληνοτουρκικά και το προσφυγικό.
Κι ακόμη, ξεκάθαρες και ρεαλιστικές, με βάση την κυβερνητική του εμπειρία και τις σημερινές συνθήκες, θα πρέπει να είναι θέσεις του για μία σειρά κορυφαίων θεμάτων που δεν κατάφερε να κάνει σημαντικά βήματα ή να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις που ο ίδιος οραματιζόταν για την ανάπτυξη, την κλιματική αλλαγή, το δημογραφικό πρόβλημα, το brain drain, τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, την Παιδεία, την Υγεία.
Με άλλα λόγια, αν το Σεπτέμβριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις δεύτερες εκλογές έχοντας υπογράψει μνημόνιο με την υπόσχεση να μας βγάλει από τα μνημόνια –πράγμα που τήρησε-, στις επόμενες κάλπες θα πρέπει να πείσει με το πρόγραμμά του ότι μπορεί να βγάλει τη χώρα από τις συνέπειες της πανδημίας με την κοινωνία όρθια. Κι εδώ δεν χωρούν ούτε θεωρητικολογίες ούτε γενικόλογες ρητορείες ούτε απλά αντιδεξιά ανακλαστικά.
Οι παλιοί χάρτες είναι άλλωστε παντελώς άχρηστοι σε ανεξερεύνητα εδάφη… Και ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό ακριβώς θα πρέπει να κάνει μέχρι το Συνέδριό του: να χαρτογραφήσει τις νέες συνθήκες με τη μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια και να χαράξει και προτείνει έναν νέο δρόμο εξόδου προς το αύριο.
Δεν είναι όμως χωρίς μπούσουλα. Στόχος του λογικά πρέπει να είναι ένα ποσοστό αρκετά υψηλότερο του σημαντικού 32% που πέτυχε στις τελευταίες εκλογές. Αυτό το ποσοστό καθώς και τα επιμέρους ποσοστά ανά ηλικία, φύλλο, εργασιακή και οικονομική κατάσταση, περιοχή της Ελλάδας, κρύβει την απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και κάθε κόμματος σε ένα αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα: Το ποιους σήμερα εκπροσωπεί και ποιους ακόμη επιζητεί να εκπροσωπήσει.
Ένα ερώτημα που «σπάει» σε επιμέρους υπο-ερωτήματα όπως:
- Αποτελεί το 23,7% που πήρε στις ευρωεκλογές την «τσιμεντωμένη» βάση του και τι χαρακτηριστικά έχει αυτή η βάση; Ποια είναι η προέλευσή της; Τι θα μπορούσε να την διευρύνει αλλά και τι να την ρηγματώσει και μειώσει;
- Τι ήταν αυτό το 8% που έσπευσε, ένα μόλις μήνα μετά, να προστεθεί και να ανεβάσει τον ΣΥΡΙΖΑ στο 31,5%;
- Αλλά και που πήγε και γιατί αποχώρησε το 4% που έχασε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 (35,46%);
- Τι σημαίνει η αποχή του 42% (4.190.000 ψηφοφόρων) αλλά και το πάνω από 25% της αδιευκρίνιστης ψήφου σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις; Μπορεί ένα μέρος της να κερδηθεί και πως;
- Πως πρέπει να διαμορφώσει τις θέσεις και το πρόγραμμά του για να κρατήσει και αυξήσει το ποσοστό του 36,8% (έναντι 30,6% στη ΝΔ) που του έδωσαν οι ψηφοφόροι 17 έως 34 ετών.
- Γιατί οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και κυρίως οι συνταξιούχοι του έδωσαν μόλις 30,8% έναντι 43,2% στη ΝΔ και παρά το ότι δεν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που τους μείωσε τις συντάξεις;
- Γιατί ήταν 16 μονάδες πίσω από τη ΝΔ στους ελεύθερους επαγγελματίες και 8% στους ιδιωτικούς υπαλλήλους;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω –και άλλα τόσα- ερωτήματα είναι ένας αρκετά ασφαλής μπούσουλας για τον ΣΥΡΙΖΑ και τις επεξεργασίες και αποφάσεις που θα πάρει στο συνέδριό του, το Φθινόπωρο. Και πάντως κατά πολύ ασφαλέστερος από την καταγωγή νέων μελών και στελεχών στην Προοδευτική Συμμαχία, από το πόσο γνήσιοι (;) αριστεροί είναι κάποιοι και το αν ήλθαν «τα άγρια να διώξουν τα ήμερα». Οποιοι επιμένουν σε αυτούς τους διαχωρισμούς μόνο κακό θα κάνουν στο κόμμα και στην κοινωνία για την οποία πολιτεύονται.
Το στοίχημα που βάζει ο ΣΥΡΙΖΑ για το ίδιο του το μέλλον είναι μεγάλο και αφορά ολόκληρη την κοινωνία και όχι μόνο τα μέλη και τα στελέχη του.
Το χειρότερο σενάριο είναι κάποιοι να μην αντιληφθούν ούτε τη συγκυρία ούτε και τις ευθύνες τους, να δοθεί μία μάχη χαρακωμάτων με ανεμόμυλους «ιδεολογικής καθαρότητας» και μηχανισμούς εσωκομματικής εξουσίας και να διασπαστεί ολοκληρώνοντας άδοξα την εντυπωσιακή πορεία του από το 2012 μέχρι σήμερα και με άδηλο το μέλλον των δύο κομματιών του, παρά το ότι η προηγούμενη διάσπαση δεν τον εμπόδισε να ξανακερδίσει εκλογές και να κυβερνήσει. Όμως οι συνθήκες (αλλά και τα πρόσωπα), σήμερα, δεν είναι τα ίδια.
Το καλύτερο σενάριο είναι να καταφέρει να «παντρέψει» τις αριστερές, ριζοσπαστικές και κινηματικές καταβολές του με τις αρχές της σοσιαλδημοκρατίας και ένα οραματικό αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικό πρόγραμμα εξουσίας.
Να κάνει ένα επιτυχές restart και να καταλάβει ως η σύγχρονη δημοκρατική παράταξη, το χώρο από το κέντρο και της κεντροαριστερά μέχρι τις παρυφές του ΚΚΕ.
Το πιο πιθανό σενάριο είναι κάπου στη μέση: ο Αλέξης Τσίπρας να κοιτάξει μπροστά και να επιβάλει την ήδη διαμορφωμένη άποψή του για το κόμμα και τον προσανατολισμό του χωρίς όμως καθολική συναίνεση κάτι που θα διαιωνίσει ένα αέναο παιχνίδι ισορροπιών εξόχως προβληματικό ιδιαίτερα σε κρίσιμες συγκυρίες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει μεν ενωμένος και ισχυρός κοινοβουλευτικά αλλά θα έχει χάσει τη δυναμική που χρειάζεται μια πολυσυλλεκτική παράταξη και την ηγεμονία της στις τάξεις του λαού.