Κοροναϊός: Ανησυχία για εισαγόμενα κρούσματα – “Νέο κύμα πριν από το Σεπτέμβριο”
Οι επιδημιολόγοι και οι λοιμωξιολόγοι της χώρας, ανησυχούν για τα εισαγόμενα κρούσματα κοροναϊού που θα περάσουν τα σύνορα της χώρας, όταν θα τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο «restart tourism» στις 15 Ιουνίου. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι πριν από το δεύτερο κύμα που αναμένεται το ερχόμενο φθινόπωρο και χειμώνα, πιθανόν να μεσολαβήσει μια ηπιότερη αναζωπύρωση εντός του καλοκαιριού, με το υπουργείο Υγείας να προετοιμάζει ήδη «υγειονομική ασπίδα» στη νησιωτική χώρα.
Μπορεί να έχουμε ξανά καραντίνα αν δεν εφαρμόζονται με συνέπεια τα μέτρα που έχουν δηλωθεί. Αυτό ανέφερε ο κ. Τάκης Παναγιωτόπουλος, μέλος της επιτροπής του Υπουργείου Υγείας και ομότιμος καθηγητής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), μιλώντας στην εκπομπή Σήμερα του ΣΚΑΪ.
Όπως εξήγησε ο κ. Παναγιωτόπουλος, «μπορεί να πάει εξαιρετικά καλά το θέμα του κορονοιού αρκεί να εφαρμόζονται με συνέπεια τα ήπια μέτρα που έχουν δηλωθεί δηλαδή η απόσταση, η υγιεινή των χεριών κλπ. Διαφορετικά υπάρχουν μόνο δύο ενδεχόμενα: είτε μεγάλο κύμα, είτε lockdown».
«Ασφαλώς πάμε καλά και έχουμε λίγα κρούσματα αλλά δεν τελειώσαμε με την πανδημία. Η διευθύντρια Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) δήλωσε ότι είναι θέμα χρόνου του δεύτερο κύμα της πανδημίας, το οποίο, όπως ο ίδιος σημείωσε, μπορεί να είναι και προ του φθινοπώρου. Το γεγονός του καλοκαιριού και οι υψηλές θερμοκρασίες ευνοούν την μικρή κυκλοφορία του ιού ωστόσο είναι σε κυκλοφορία» υπογράμμισε ο ίδιος.
Ο ίδιος εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός πως υπάρχει μια διάχυτη χαλάρωση πλέον.
Για το άνοιγμα των δημοτικών σχολείων ο κ. Παναγιωτόπουλος ανέφερε πως υπάρχει τρόπος να ανοίξουν με ασφάλεια και ο τρόπος αυτός είναι να ανοίξουν με την τήρηση των οδηγιών που έχουν δοθεί και θα δοθούν λεπτομερέστερα και είναι πολύ καλός καιρός για να ανοίξουν τα σχολεία.
Μιλώντας στην εφημερίδα «Τα Νέα», ο καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας Λοιμώξεων ΕΚΠΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Νίκος Σύψας σημείωσε ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχουμε εισαγόμενα κρούσματα. Πρόκειται για έναν κίνδυνο που τον γνωρίζουμε και εμείς και η πολιτική ηγεσία. Το ζητούμενο είναι πώς θα περιοριστεί το ρίσκο αυτό, ώστε να έχουμε όσο το δυνατόν λιγότερα».
Ο καθηγητής παθολογίας – λοιμωξιολογίας Χαράλαμπος Γώγος τόνισε ότι τα νησιά πρέπει να προετοιμαστούν για το ενδεχόμενο να εισέλθουν τουρίστες με κοροναϊό και να είναι έτοιμα τα κέντρα υγείας να ανταποκριθούν.
«Δεν θα εκπλαγώ αν έχουμε μικρή αύξηση των κρουσμάτων. Η μεγάλη πρόκληση είναι ο τουρισμός όταν ανοίξουν τα αεροδρόμια. Είναι πρόκληση να δούμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Πρέπει να γίνονται κάποιοι έλεγχοι στην είσοδο, με τεστ, με ερωτηματολόγιο, να δηλώσει ο επισκέπτης που θα μένει ώστε αν τυχόν να εμφανιστούν κρούσματα να τον βρει πιο εύκολα. Δεν μπορεί η Ελλάδα να μείνει απομονωμένη από τον υπόλοιπο πλανήτη. Η λογική λέει ότι θα πρέπει να είναι έγκυρη η διάγνωση τυχόν κρουσμάτων ή την αποφυγή στις εισόδους, αν κάποιος είναι άρρωστος», επισήμανε από την πλευρά του ο καθηγητής μικροβιολογίας Άλκης Βατόπουλος.
Υπενθυμίζεται ότι η αρχική πρόταση των Ελλήνων ειδικών ήταν να υποβάλλονται όλοι οι ταξιδιώτες σε τεστ, παρόλα αυτά η Ευρώπη υιοθέτησε ένα πιο «χαλαρό» άνοιγμα των συνόρων. Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως ανακοινώθηκε την περασμένη Τετάρτη, ο έλεγχος θα είναι δειγματοληπτικός και θα γίνεται κυρίως για επιδημιολογικούς σκοπούς, ενώ οι ταξιδιώτες δεν θα υποβάλλονται σε διαδικασία προληπτικής καραντίνας.
Στο θέμα αναφέρθηκε χθες και ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμώξεων Σωτήρης Τσιόδρας, επικαλούμενος την πρόσφατη τοποθέτηση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) σημειώνοντας πως δεν προτείνεται, καθώς μπορεί να δώσει μία ψευδή αίσθηση ασφάλειας σε όσους βγει αρνητικό στον ιό.
«Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό», τόνισε ο κ.Τσιόδρας, είναι «να ελέγχεται ο συμπτωματικός ταξιδιώτης στην Ελλάδα». Ωστόσο, είπε ότι από τη στιγμή που θα ελέγχεται «θα είναι εύκολο να εντοπίζονται οι επαφές του στην Ελλάδα και να γίνεται ιχνηλάτηση», αλλά διερωτήθηκε και ο ίδιος πως θα γίνεται αυτό, όταν ο ταξιδιώτης επιστρέφει την χώρα του. «Θα μπορούσε να είναι λύση, η ψηφιακή ιχνηλάτηση μέσα από εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα« όπως είπε, «αλλά όπου προσπάθησαν να το εφαρμόσουν μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά καθώς η συμμετοχή που υπήρξε δεν ήταν εντυπωσιακή».
Την ίδια ώρα, το υπουργείο Υγείας επιχειρεί να στήσει «υγειονομική ασπίδα» στη νησιωτική χώρα, εξασφαλίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερες κλίνες για τη νοσηλεία περιστατικών με Covid-19 αλλά και την εγκατάσταση 20 νέων αναλυτών τεστ ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ταχείας ανάλυσης των δειγμάτων και έκδοσης των αποτελεσμάτων.
Αναγνωρίζοντας άλλωστε έγκαιρα τις περιορισμένες υγειονομικές δυνατότητες, σε νοσοκομεία μεγάλων νησιών – όπως είναι η Κρήτη, η Σάμος, η Ρόδος και η Ζάκυνθος – έγινε εντατική προσπάθεια δημιουργίας νέων κλινών ΜΕΘ κατά τους περασμένους μήνες και υπό την απειλή του SARS-CoV-2.
Παρόλα αυτά, ο προβληματισμός είναι εντονότερος για τα μικρά και απομονωμένα νησιά, όπου εντοπίζονται ακόμη πιο σημαντικές ελλείψεις στις υγειονομικές δομές τόσο σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό όσο σε εξοπλισμό. Το κενό αυτό, σύμφωνα με τον Σύψα, θα επιχειρηθεί να καλυφθεί με τις πλωτές ομάδες του ΕΟΔΥ και τις αεροδιακομιδές.