Ανάλυση: Η καμπύλη της πανδημίας και η καμπύλη της κυβέρνησης- Όλα θα κριθούν στην οικονομία
Η αναμφίβολα θετική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης της πανδημίας από την κυβέρνηση υπήρξε το απόγειο της πολιτικής αποδοχής του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Οι δημοσκοπήσεις κατέγραψαν τα υψηλότερα ποσοστά δημοφιλίας που γνώρισε πρωθυπουργός εδώ και πολλά χρόνια, αρκετά διεθνή μέσα ενημέρωσης χαρακτήρισαν την Ελλάδα “case study”, τα δε οικεία εγχώρια μίντια του προσέδωσαν θριαμβευτικούς χαρακτηρισμούς- από “στρατάρχης” και “ηγέτης” ως προς τον μεταναστευτικό εκβιασμό του Ερντογάν στον Έβρο έως “Μεσσίας” ως προς την πανδημία.
Φαίνεται, ωστόσο, πως η καθοδική, πλέον, καμπύλη του κοροναϊού συνοδεύεται από μια αρχικώς στάσιμη και οσονούπω πιθανώς καθοδική καμπύλη στην αποδοχή της κυβέρνησης. Όσο εκλείπει ο φόβος του ιού και τα άλλα “συμπτώματα” της καραντίνας, τόσο οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες και τη νέα “κανονικότητα”.
Τα χαοτικά περιστατικά των “ανυπάκουων” στις πλατείες είναι ένα δείγμα που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Το σοβαρότερο, όμως, πρόβλημα για την κυβέρνηση αφορά την οικονομική καταστροφή που ήδη βιώνει ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, η οποία είναι μάλλον απίθανο να αναταχθεί σε εύλογο πολιτικά χρονικό διάστημα.
Χαρακτηριστικό είναι το αποτύπωμα στην τελευταία δημοσκόπηση (Μαϊου) της εταιρείας Pulse για τον Σκάϊ. Στην “Πρόθεση Ψήφου”, η Ν.Δ εμφανίζεται να χάνει 2,5 μονάδες σε σύγκριση με την έρευνα του Απριλίου (μέσα στην καραντίνα).
Οι αναλύσεις στάθηκαν, όπως αναμενόταν, στην διαφορά περίπου 20 μονάδων που διατηρεί το κυβερνών κόμμα από τον ακόμα αμήχανο και συχνά ανερμάτιστο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, τι είναι αυτό που δικαιολογεί την απώλεια περίπου 150.000 (δυνητικών) ψηφοφόρων μέσα σε ένα μήνα; Πιθανότατα πρόκειται για μια αρνητική αντίδραση στα οικονομικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση και η συνειδητοποίηση της ζοφερής οικονομικής κατάστασης που θα ακολουθήσει την πανδημία.
Σχεδόν σε όλες τις δημοσκοπήσεις –παρά την σχεδόν παγκόσμια πρωτοτυπία να γίνεται καταγραφή “εκλογικού χρόνου” εν μέσω καραντίνας και πανδημίας– η Ν.Δ συγκρατεί το εκλογικό ποσοστό της του Ιουλίου του 2019. Η “έκρηξη” δημοφιλίας και “ηγετικότητας” του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν συνοδεύεται από κάποια εντυπωσιακή αύξηση του ποσοστού της Ν.Δ (εκτός από την μέτρηση της Pulse που, όμως, καταγράφει, πλέον, μείωση). Βεβαίως –θα ισχυριστούν δικαίως ορισμένοι-, καταγράφεται σημαντική μείωση της εκλογικής απήχησης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και μια εντυπωσιακή και ίσως ανεξήγητη “σταθερότητα” των ποσοστών των μικρότερων κομμάτων.
Η παράμετρος ΣΥΡΙΖΑ
Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να χάνει περίπου το 1/3 των ψηφοφόρων που τον επέλεξαν στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Φαίνεται, όμως, πως αυτό είναι συγκυριακό φαινόμενο, συνοδευτικό των συναισθημάτων φόβου και ανασφάλειας. Οι ψηφοφόροι αυτοί δεν συσπειρώνονται, ωστόσο, γύρω από την κυβέρνηση, δεν μετακινούνται, δηλαδή, από τον ΣΥΡΙΖΑ στη Ν.Δ, αλλά “κρύβονται” στο ημίφως της “αδιευκρίνιστης ψήφου”. Μετατρέπονται σε φοβισμένους και αναποφάσιστους.
Είναι, όμως, όπως επισημαίνουν και οι δημοσκόποι, ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και είναι εξαιρετικά πιθανότερο να επιστρέψουν σε αυτόν, σε εκλογικό χρόνο, παρά να μετακινηθούν προς τη Ν.Δ ή άλλα κόμματα. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μερίδα του εκλογικού σώματος που εάν μετακινηθεί, θα τους έχει χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα τους έχει κερδίσει κάποια άλλη πολιτική δύναμη.
Η καθοδική πορεία –ας το ελπίσουμε– των κρουσμάτων του Covid 19, συνοδεύεται, λοιπόν, από την αρχή μιας καθοδικής πορείας της απήχησης της κυβέρνησης. Όσο η “πατρική φιγούρα” του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα θα εκπίπτει από την τηλεοπτική καθημερινότητα (με την αραίωση των ενημερωτικών του παρεμβάσεων), και οι πολίτες επιστρέφουν στις δουλειές τους και τις μετακινήσεις, τόσο θα απομειώνεται ο φόβος και θα κυριαρχούν τα σοβαρά προβλήματα των οικονομικών παρενεργειών. Η συσπείρωση “ασφαλείας” γύρω από την κυβέρνηση θα μεταβάλλεται σε διεκδικήσεις, απαιτήσεις και αντιδράσεις σχετικά με τα μέτρα που θα λαμβάνει ή δεν θα λαμβάνει.
Αλλαγή προφίλ αντιπολίτευσης
Αυτό θα συνδυαστεί και θα επηρεαστεί και από την μετάβαση της αντιπολίτευσης (κατά κύριο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝ.ΑΛ) από την συναινετική στάση την περίοδο της καραντίνας, σε μια σκληρή αντιπαράθεση σχετικά με την οικονομία, την εργασία, την επιχειρηματικότητα αλλά και τις “γκρίζες ζώνες” σκανδαλωδών υποθέσεων και πτυχών που αφορούν τη λειτουργία της Δημοκρατίας.
Οδηγούμαστε εκ των πραγμάτων από την ανοχή της καραντίνας στην πολιτική σύγκρουση και την πόλωση. Επ΄ αυτού, άλλωστε, φροντίζει και η ίδια η κυβέρνηση, αναδεικνύοντας, τις τελευταίες ημέρες, την υπόθεση Novartis (με την διεύρυνση του κατηγορητηρίου και τους σαφείς υπαινιγμούς περί Ειδικού Δικαστηρίου με αρκετά πρόσωπα πλην του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου), καθώς και την “ευκαιριακή” της Marfin. Κορυφαία στελέχη της έσπευσαν να ταυτίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ με τους δολοφόνους της Marfin και να καταστήσουν ακόμα πιο τοξικό το πολιτικό κλίμα.
Καθοριστικός παράγοντας η οικονομία
Εκείνο, ωστόσο, που θα κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις είναι η οικονομία. Με την ανεργία να εκτινάσσεται σε μνημονιακά ποσοστά, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να κλείνουν, την αγορά να καταβυθίζεται από τα περιοριστικά μέτρα, τον τουρισμό να ναυαγεί, και τις οφειλές να πνίγουν τα νοικοκυριά, ο φόβος της πανδημίας παύει να είναι το κύριο συναίσθημα και η οικονομική επιβίωση γίνεται το πρωταρχικό “βαρόμετρο”.
Ανασχηματισμός και πρόωρες κάλπες
Το επόμενο διάστημα ο πρωθυπουργός, όπως αναφέρουν τα σχετικά ρεπορτάζ, θα κληθεί να λάβει αποφάσεις. Ο ανασχηματισμός αναδεικνύεται ως ένα πιθανό “εργαλείο” αλλαγής της ατζέντας. Όλοι, ωστόσο, γνωρίζουν πως οι ανασχηματισμοί ουδέποτε άντεξαν επικοινωνιακά για μεγάλο διάστημα. Πρόκειται για ένα “θαύμα τριών ημερών”.
Από την άλλη, στο Μέγαρο Μαξίμου δεν έχουν αποκλείσει, ακόμα, την πιθανότητα -και αναγκαιότητα- ενός εκλογικού αιφνιδιασμού. Επ΄ αυτού έχουν ειπωθεί πολλά σχετικά με το “τεχνικό” σκέλος της διπλής αναμέτρησης (πρώτα με απλή αναλογική και μετά, λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, με τον εκλογικό νόμο που ψήφισε, προ μηνών, η κυβέρνηση) και τις αδυναμίες του, όπως το γεγονός πως η δεύτερη αναμέτρηση θα διεξαχθεί από υπηρεσιακή κυβέρνηση.
Εκείνο, ωστόσο, που δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς είναι αυτό που δήλωσε, πρόσφατα, με συνέντευξή του στο Libre ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΜRB Δημήτρης Μαύρος.
Ότι, δηλαδή, για την κυβέρνηση η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες ίσως αποδειχθεί “παγίδα”, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να εξηγήσει γιατί ενώ έχει την πολιτική νομιμοποίηση της ευρείας νίκης του περυσινού Ιουλίου επιλέγει να βάλει την χώρα σε μια εκλογική περιπέτεια. Ιδιαίτερα, όταν το 60-80% των πολιτών δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις πως δεν θέλουν κάτι τέτοιο.
Απόφαση για πρόωρες εκλογές ισοδυναμεί, αναμφίβολα, με έμμεση ομολογία ότι η κυβέρνηση χρειάζεται νωπή εντολή για σκληρά μέτρα ανάταξης της οικονομικής κρίσης που καταφθάνει. Ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος πως οι πολίτες θα επικροτήσουν κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα όταν πολλές από τις κυβερνητικές πολιτικές συνδυάζονται με εξαιρετικά αντιδημοφιλή μέτρα.
Είναι χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας “Το Βήμα της Κυριακής”, ο πρωθυπουργός και το οικονομικό επιτελείο θα κληθούν ακόμα και να αποφασίσουν μειώσεις μισθών στο Δημόσιο και μεγάλο αριθμό απολύσεων, στο δυσμενέστερο σενάριο. Στο πλαίσιο αυτό, πάνω από 250.000 εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν άμεσα το φάσμα της ανεργίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αντιμετωπίσει όλα αυτά τα διλήμματα το επόμενο διάστημα μέχρις ότους αποφασίσει οριστικά εάν θα “διαφύγει” προς μια διπλή εκλογική αναμέτρηση, τον Ιούλιο, στις αρχές Αυγούστου, ή τον Σεπτέμβριο, πριν, δηλαδή, καταφθάσει το δεύτερο κύμα της πανδημίας (περί τα τέλη Νοεμβρίου ή τον Δεκέμβριο), όπως προεξοφλούν οι επιστήμονες. Όλα δείχνουν πως προετοιμάζεται και καλλιεργεί το πολιτικό κλίμα πόλωσης για κάτι τέτοιο, αν και είναι αβέβαιο εάν θα το πράξει.
Εκείνο που είναι βέβαιο πως βρέθηκε στην καλύτερη πολιτικά στιγμή του λόγω της πανδημίας αλλά τώρα αρχίζουν τα πολύ δύσκολα…