Σιγή ιχθύος για την ύφεση 9,7% – Αγνοήθηκαν (;) οι προβλέψεις του ΙΟΒΕ και Γρ. Προϋπολογισμού της Βουλής
Ισχυρό πλήγμα δέχθηκε χθες το οικονομικό αφήγημα της κυβέρνησης, από τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν. Ενδεικτικό δε, του… μουδιάσματος ήταν το γεγονός ότι η είδηση για ύφεση 9,7%… δεν υπήρχε καν στην πρώτη σελίδα φιλοκυβερνητικών sites.
Η κυβέρνηση έδειξε να αιφνιδιάζεται, με την οδό Νίκης να επιχειρεί να αμφισβητήσει την ορθότητα των εκτιμήσεων εκ Βρυξελλών και ταυτόχρονα να εστιάζει τα πολιτικά πυρά της -πού αλλού;- στον ΣΥΡΙΖΑ.
Κομισιόν: Στο 9,7% η ύφεση στην Ελλάδα – Η μεγαλύτερη στην ΕΕ
Ο πρόεδρος του οποίου πάντως πιστώνεται κατ’ αρχήν την εκτίμησή του, ότι η Ελλάδα θα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης στην ύφεση.
«Αστοχία» από Υπ. Οικ. και ΤτΕ
Στον αντίποδα, δεν είχε στεγνώσει καλά καλά το μελάνι των υπολογισμών των Χρ. Σταϊκούρα και Θ. Σκυλακάκη, για ύφεση 4,7% στο βασικό σενάριο και 7,9% στο δυσμενές σενάριο (έστω και σε υποσημείωση, το τελευταίο).
Ενώ, δύο εβδομάδες πριν, ο Γιάννης Στουρνάρας προσδιόριζε την ύφεση στο 4%, ως βασικό σενάριο, και στο 8%, αν προκύψει το αρνητικό σενάριο. Με τον κεντρικό τραπεζίτη να εμφανίζεται βέβαιος ότι μεγαλύτερη ύφεση δεν προβλέπεται, χαρακτηρίζοντας υπερβολικό κατά λέξη, το σενάριο για ύφεση στο 10% ή και ακόμη παραπάνω.
Μήπως τότε οι Βρυξέλλες έχουν πέσει έξω; Δεν θα είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που οι θεσμοί θα αστοχούν στις προβλέψεις τους, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί. Θεωρία που αν ισχύει, μπορεί εν πολλοίς να εξηγήσει τον αιφνιδιασμό του υπουργείου Οικονομικών.
Και όμως. Θεσμικοί φορείς με κύρος στο δημόσιο βίο της χώρας μας είχαν στείλει τα μηνύματά τους από τον προηγούμενο μήνα, είχαν προειδοποιήσει ότι η τάση είναι για ύφεση κοντά στο 10%, όπως έρχεται να θυμίσει σήμερα το libre.gr «Καμπανάκια» που προφανώς ήχησαν ως το Μέγαρο Μαξίμου και την πλατεία Συντάγματος, αλλά δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη…
ΙΟΒΕ: Ύφεση 5% ως 9%
Συγκεκριμένα: Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, το γνωστό μας ΙΟΒΕ, στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία στις 15 Απριλίου έβλεπε την ύφεση στο 5% (βασικό σενάριο) ή στο 9% (δυσμενές σενάριο). Αλλά και στις προβλέψεις για την ανεργία, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ΙΟΒΕ είναι πολύ κοντά: 19,9% προβλέπουν οι Βρυξέλλες, 19,3% ως 21,2% (βασικό και δυσμενές σενάριο αντιστοίχως) το Ίδρυμα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ειδικότερα προβλήματα της εθνικής οικονομίας, όπως ότι «πάνω από το 50% των ελληνικών εξαγωγικών αγαθών προορίζεται σε χώρες με ιδιαίτερα ισχυρές επιπτώσεις από την τρέχουσα κρίση πανδημίας, όπως Ιταλία, Τουρκία, Ισπανία».
Επιπλέον, το ΙΟΒΕ που δεν μπορεί να πει κανείς ότι διαπνέεται από φιλο-ΣΥΡΙΖΑ θέσεις, χτυπούσε και άλλα «καμπανάκια», όπως ότι «η μείωση θέσεων εργασίας θα προκαλέσει πρόσθετες πιέσεις στην ιδιωτική κατανάλωση», διαβλέποντας περαιτέρω «υποχώρηση φορολογικών εσόδων καθώς και εσόδων του ασφαλιστικού συστήματος» –με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται το τελευταίο για τις συντάξεις, όχι τώρα, αλλά μάλλον σε δεύτερο χρόνο.
Ενώ διατύπωνε την ανησυχία του για ένα φαύλο κύκλο στη σχέση τραπεζών και πολίτη, με «πιθανή νέα διεύρυνση μη εξυπηρετούμενων δανείων», γεγονός που θα κάνει «πιο προσεκτικές στις νέες πιστώσεις τις τράπεζες», αλλά και «εκτεταμένη πτώση ζήτησης για δάνεια, λόγω αυξημένης αβεβαιότητας», ως εκ τούτου «έντονη υποχώρηση επενδύσεων».
Με «υποκείμενα νοσήματα» η ελληνική οικονομία
Συμπερασματικώς, «η ελληνική οικονομία εισέρχεται στη νέα κρίση με ‘υποκείμενα νοσήματα’», υπογραμμίζεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ, δηλαδή «διαρθρωτικές αδυναμίες που οδηγούν σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα, μερική μόνο, δομική προσαρμογή κατά τα προγράμματα» και «πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και μεγάλο ποσοστό μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους». Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την εαρινή πρόβλεψη της Κομισιόν, το δημόσιο χρέος θα αγγίξει το ψυχολογικό όριο του 200%, συγκεκριμένα 196,4%.
Θέση, σημειωτέον, του ΙΟΒΕ είναι ότι «δεν υπάρχει, για την ελληνική οικονομία, περιθώριο δημοσιονομικού εκτροχιασμού κατά την κρίση. Κομβικής σημασίας, η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής» -με ό,τι μπορεί αυτή η «αξιοπιστία» να υπονοεί…
Και, στο «δια ταύτα», «η ύφεση θα είναι βαθιά και ένα σημαντικό κόστος σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά κατά το τρέχον έτος δεν μπορεί να αποφευχθεί. Ακόμη περισσότερο σημαντικά από την αντιμετώπιση της τρέχουσας ύφεσης είναι το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά της αντίδρασης από το επόμενο έτος (…) Υπάρχει κίνδυνος η ελληνική αλλά και οι ευρωπαϊκές οικονομίες όχι μόνο να ξεκινήσουν το επόμενο έτος από σημαντικά χαμηλότερη βάση αλλά και να έχουν ασθενέστερους ρυθμούς μεγέθυνσης μεσοπρόθεσμα».
Κατά συνέπεια, «η νέα κρίση φέρνει την ελληνική οικονομία και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς μπροστά σε μια στιγμή αλήθειας και αποφάσεων, που θα προδιαγράψει τους ρυθμούς ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα».
Γρ. Προϋπολογισμού Βουλής: Ύφεση 4,4% ως 11,1%
Την ίδια μέρα συμπτωματικώς, στις 15 Απριλίου τ.ε., το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή έδινε στη δημοσιότητα την «ειδική έκθεση για τις οικονομικές συνέπειες του COVID-19». Έκθεση με την οποία έχει ασχοληθεί το libre.gr. ιδίως κατά το σκέλος των ζοφερών σεναρίων για την ανεργία.
Σε αυτήν και στον πίνακα για τις «Προβλέψεις βασικών μεγεθών για το 2020», αναπτύσσονται 3Χ3 σενάρια, γρήγορης, μέτριας και αργής επαναφοράς της οικονομίας, χωρίς επεκτατικά μέτρα ή μέτρα 5 δισ. ή 10 δισ. σε κάθε ένα από τα τρία βασικά σενάρια επαναφοράς της οικονομίας.
Στο ευνοϊκότερο σενάριο (γρήγορη επαναφορά με μέτρα 10 δισ.) η μεταβολή στο ΑΕΠ προσδιορίζεται στο -4,4% ενώ στο χειρότερο σενάριο (αργή επαναφορά, χωρίς επεκτατικά μέτρα) το ΑΕΠ περιορίζεται κατά -11,1%, ενώ και με μέτρα στην ίδια εκδοχή, της αργής επαναφοράς της οικονομίας, η μείωση του ΑΕΠ κυμαίνεται μεταξύ 9,4% και 10,2%.
Στον ίδιο πίνακα του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής καταγράφουμε επίσης την υπερ-μεγέθυνση του δημόσιου χρέους, μεταξύ 188,3% και 192,9%.
Σύμφωνα με την προσέγγιση του Γραφείου, «τα μέχρι σήμερα μέτρα (σ.σ. στα μέσα Απριλίου) ενισχύουν τη ρευστότητα και διασφαλίζουν τη φερεγγυότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από την υγειονομική κρίση (…) Ωστόσο, απαιτούνται πρόσθετα μέτρα για τη συγκράτηση της ύφεσης και για να περιοριστούν τα αποτελέσματα υστέρησης, δηλαδή να αποφευχθεί μια μόνιμη αύξηση της ανεργίας και μια υποβάθμιση του παραγωγικού και κεφαλαιουχικού δυναμικού της χώρας καθώς και μια εκ νέου αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής προχωρούσε όμως και σε προτάσεις για την «επόμενη μέρα»: «θα πρέπει να προτιμηθούν δαπάνες με αγορές αγαθών και υπηρεσιών καθώς έχουν επιπτώσεις πρώτης τάξης στο ΑΕΠ, σε αντίθεση με τις μεταβιβάσεις και τις φοροαπαλλαγές», πρότεινε.
Επενδύστε στο ΕΣΥ
Μεγάλο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η πρόταση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για επένδυση στο δημόσιο σύστημα υγείας: «Μια αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγεία θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα τόσο σε όρους βραχυχρόνιας αποτροπής της ύφεσης όσο -και κυρίως- σε όρους μακροχρόνιας βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του συνόλου των πολιτών που συνδέεται και με υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Η ενίσχυση αυτή θα είχε ένα αρχικά υψηλό εφάπαξ δημοσιονομικό κόστος λόγω της αγοράς και κατασκευής πάγιου εξοπλισμού αλλά στη συνέχεια το κόστος αυτό θα περιοριζόταν στη μισθοδοσία του προσωπικού και στη συντήρηση του εξοπλισμού. Η ανάληψη μιας τέτοιας δημόσιας επένδυσης, πέρα από την αναβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας για το σύνολο των πολιτών, θα επέτρεπε την αντιμετώπιση μιας μελλοντικής πανδημίας περισσότερο με ιατρικά μέσα και λιγότερο με μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας».
Συμπληρωματικά με την αναβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, «θα μπορούσαν να αναληφθούν δημόσιες επενδύσεις για την ψηφιακή αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και της δημόσιας διοίκησης, που πληρούν τα παραπάνω κριτήρια της σημαντικής βραχυχρόνιας συνεισφοράς στο ΑΕΠ και της μακροχρόνιας βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών.
Σημειώνουμε τέλος, ότι η ενίσχυση των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που ζημιώθηκαν από την κρίση θα πρέπει να συνεχιστούν, προκειμένου να περιοριστούν τα αποτελέσματα υστέρησης στην παραγωγική διαδικασία», επισημαίνει στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Νίκος Παπαδημητρίου