Υποχώρησε 10,1 μονάδες ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα
Πτώση – ρεκόρ κατέγραψε ο δείκτης οικονομικού κλίματος (ESI) στην Ευρωζώνη και την ΕΕ τον Απρίλιο, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Ο δείκτης κατέρρευσε 27,2 μονάδες και διαμορφώθηκε στις 67 μονάδες στην Ευρωζώνη, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μηνιαία μείωση που έχει καταγραφεί ποτέ (από το 1985), κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή του περασμένου Μαρτίου και πολύ κοντά στα χαμηλά επίπεδα του Μαρτίου 2009, κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης. Βουτιά έκανε και ο δείκτης προσδοκιών απασχόλησης (ΕΕΙ) στην Ευρωζώνη, ο οποίος κατρακύλησε 30,1 μονάδες στις 63,7 μονάδες.
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα μειώθηκε τον Απρίλιο. Συγκεκριμένα υποχώρησε κατά 10,1 μονάδες και διαμορφώθηκε στις 99,3 μονάδες έναντι 109,4 μονάδων τον Μάρτιο. Αντίστοιχα, μειώθηκε ο δείκτης προσδοκιών απασχόλησης στην Ελλάδα, ο οποίος υποχώρησε κατά 13,4 μονάδες στις 102,4 μονάδες.
Η κατάρρευση του ESI στην Ευρωζώνη προέκυψε από την πολύ μεγάλη πτώση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και όλων των επιχειρηματικών τομέων. Η βουτιά ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στους τομείς των υπηρεσιών και του λιανικού εμπορίου, ενώ η πτώση στον κατασκευαστικό τομέα, αν και η μεγαλύτερη ιστορικά, ήταν λιγότερο έντονη από ό,τι στους άλλους τομείς. Στις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης, ο ESI κατρακύλησε στην Ολλανδία (-32,6), την Ισπανία (-26,0), τη Γερμανία (-19,9) και τη Γαλλία (-16,3), ενώ δεν συγκεντρώθηκαν στοιχεία στην Ιταλία λόγω των αυστηρών περιοριστικών μέτρων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει στην ανακοίνωσή της ότι σε πολλές χώρες το ποσοστό των απαντήσεων στην έρευνα ήταν χαμηλότερο από ό,τι συνήθως και ότι τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν μπορεί να είναι λιγότερο ακριβή και συγκρίσιμα μεταξύ των χωρών από ό,τι συνήθως.
Στην Ελλάδα, η μείωση του δείκτη οικονομικού κλίματος προέκυψε, επίσης, από την πτώση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών (στις -32,6 από -16,5 μονάδες) και όλων των επιχειρηματικών τομέων: της βιομηχανίας (-5,6 από 3,1), των υπηρεσιών (1,1 από 26,6), του λιανικού εμπορίου (3,2 από 21,3) και των κατασκευών (-76,3 από -30,5).