CNBC: Οι Έλληνες ανησυχούν για το μέλλον τους
Η αισιοδοξία μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από 10 χρόνια έντονης οικονομικής κρίσης και κάποιες αναταραχές.
Αλλά η παγκόσμια πανδημία του κοροναϊού κάνει τώρα τους Έλληνες να ανησυχούν ακόμη περισσότερο για το μέλλον τους, σημειώνει το CNBC στο αφιέρωμά του για τις επιπτώσεις του COVID-19 στην Ελλάδα με τίτλο: Η Ελλάδα πέρασε 10 χρόνια σκεπτόμενη ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να χειροτερέψουν και τότε ο ήρθε ο κοροναϊός.
”Πράγματι πιστεύω ότι θα είμαι άνεργος”, δήλωσε στο CNBC ο 34χρονος Βασίλης, που προτίμησε να μην δημοσιευτεί το επίθετό του.
Ο Βασίλης εργάστηκε στον κλάδο του τουρισμού για 11 χρόνια και τα τελευταία τρία χρόνια ξεναγούσε τους τουρίστες στα κρυμμένα ”διαμάντια” της Αθήνας. Ο ίδιος σημείωσε ότι το γαστρονομικό τουρ, κατά το οποίο ξεναγούσε τους επισκέπτες σε υπαίθριες αγορές και τοπικά εστιατόρια, ήταν το δημοφιλέστερο μέρος της δουλειάς.
”Περιμέναμε να έχουμε αυτό το καλοκαίρι την καλύτερη σεζόν από ποτέ, ακόμη καλύτερη και εν συγκρίσει με τα περσινά ρεκόρ. Επομένως, είναι σαφέστατα θέμα ιού η κατάσταση”, πρόσθεσε ο Βασίλης, εξηγώντας γιατί έχει φόβους για το μέλλον της καριέρας του.
“Ακόμη και κατά το αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης είχα δουλειά”, τόνισε ο ίδιος.
Η Ελλάδα ζήτησε οικονομική βοήθεια πριν από 10 χρόνια, τον Απρίλιο του 2010, σημειώνει το δημοσίευμα. Μέχρι εκείνο το σημείο, διαφορετικές κυβερνήσεις δανείστηκαν πάνω από την ικανότητα της χώρας και το δημόσιο χρέος έγινε τόσο υψηλό που οι επενδυτές δεν ήταν πλέον πρόθυμοι να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τις δαπάνες της χώρας.
Αυτή ήταν μόνο η αρχή μιας μακράς και επώδυνης κρίσης σημειώνει το CNBC, καθώς η Ελλάδα χρειάστηκε να υπομείνει συνολικά τρία προγράμματα διάσωσης με αυστηρά μέτρα λιτότητας, τα οποία έληξαν μόλις τον Αύγουστο του 2018.
Ωστόσο, από τότε η οικονομία έχει δείξει σημάδια ανάκαμψης. Το ΑΕΠ σημειώνεται έφτασε το 1,9% πέρυσι και το ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 17,3% – πολύ κάτω από το 27,5% που είχε καταγραφεί το 2013, σύμφωνα με στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας.
Η τρέχουσα κρίση του κοροναϊού αναμένεται να αντιστρέψει αυτήν τη μετριοπαθή ανάκαμψη. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξάλλου προέβλεψε συρρίκνωση 10% στο ΑΕΠ και ποσοστό ανεργίας 22,3% για την Ελλάδα το 2020.
”Η κρίση του κορονοϊού έρχεται να εκτροχιάσει την πολυαναμενόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας”, δήλωσε η Αθανασία Κοκκινογένη, αναλύτρια της DuckerFrontier.
Στη συνέχεια το δημοσίευμα αναφέρει πως η Ελλάδα ήταν από τις ταχύτερες χώρες που αντέδρασαν στην κρίση και επέβαλαν μέτρα lockdown για τον περιορισμό της πανδημίας. Δύο εμπειρογνώμονες στον κλάδο της υγείας από το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσαν ότι αυτή η προσέγγιση συνέβαλε στον σχετικά χαμηλό αριθμό κρουσμάτων στην χώρα μας.
Ωστόσο, τα μέτρα περιορισμού έχουν ”παγώσει” τη βιομηχανία του τουρισμού
”Ο τουρισμός και η ταξιδιωτική βιομηχανία συμβάλλουν κατά 21% στην ελληνική οικονομία. Λόγω της πανδημίας, η Ελλάδα παραμένει κλειστή για τον τουρισμό σε χώρες εκτός και εντός της ΕΕ…με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να απειλείται με απότομη ύφεση και μαζικές απολύσεις στους κλάδους τουρισμού και υπηρεσιών”, τόνισε η κ. Κοκκινογένη.
Χωρίς τουρίστες, η βιομηχανία βρίσκεται σε παύση. Αλλά με ξένους επισκέπτες που θα έρχονται στην Ελλάδα για διακοπές, θα αυξάνεται ο κίνδυνος νέων κρουσμάτων κοροναϊού.
Επομένως, η ελληνική κυβέρνηση θέλει να αναπτύξει μια κοινή γραμμή υγειονομικών διαδικασιών με άλλα ευρωπαϊκά έθνη για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των διεθνών επισκεπτών, προστατεύοντας παράλληλα τους τοπικούς εργαζόμενους.
Ο τουρισμός, σημειώνει το CNBC, συμβάλλει μεταξύ 10 και 11% στο συνολικό ΑΕΠ της Ευρώπης, απασχολώντας περίπου 27 εκατομμύρια άτομα, κυρίως σε χώρες της Νότιας Ευρώπης.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Ευρωπαίος Επίτροπος Thierry Breton είπε ότι, ως απόρροια της κρίσης του κοροναϊού, η ευρωπαϊκή τουριστική βιομηχανία ”βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο εταιρείες του κλάδου να ανακοινώσουν πτώχευση και να χαθούν πολλές θέσεις εργασίας”.
Επομένως, καταλήγει το CNBC, η Ελλάδα σκοπεύει να ανοίξει ξανά την τουριστική σεζόν από τον Ιούλιο, καθώς οι περισσότεροι τουρίστες επισκέπτονται τη χώρα από τον Μάρτιο και μετά.