Πρωτογενές πλεόνασμα 494 εκατ. ευρώ στο τρίμηνο
Πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 494 εκατ. ευρώ παρουσίασε ο προϋπολογισμός το τρίμηνο Ιανουάριος-Μάρτιος 2020 έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 426 εκατ. ευρώ. Το αντίστοιχο τρίμηνο πέρυσι είχε σημειωθεί πρωτογενές πλεόνασμα 1,443 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο του Ιανουαρίου-Μαρτίου 2020, παρουσιάζεται έλλειμμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού (Γενική Κυβέρνηση) ύψους 1,822 δισ. ευρώ έναντι στόχου για έλλειμμα 1,782 δισ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2020 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020.
Αναλυτικά:
Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 11,103 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 165 εκατ. ευρώ ή 1,5% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020. Παρατηρείται, όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών, μία μείωση των εσόδων σε σχέση με τα εμφανιζόμενα ποσά στο προσωρινό δελτίο εκτέλεσης κρατικού Προϋπολογισμού Μαρτίου 2020, ύψους 101 εκατ. ευρώ, η οποία οφείλεται: (α) σε τεχνικό πρόβλημα μη καταχώρισης ποσού 60 εκατ. ευρώ στους Αναλυτικούς Λογαριασμούς Εσόδων (ΑΛΕ) και συγκεκριμένα στην κατηγορία «Φόροι» κατά το μήνα Μάρτιο 2020. Το ανωτέρω ποσό θα εμφανιστεί στους ορθούς ΑΛΕ κατά την έκδοση του δελτίου εκτέλεσης κρατικού προϋπολογισμού μηνός Απριλίου σε σωρευτική βάση και (β) σε λανθασμένη καταχώρηση ποσού 41 εκατ. ευρώ στο προσωρινό δελτίο η οποία αντιλογίστηκε.
Τα συνολικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 12,161 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 91 εκατ. ευρώ ή 0,7% έναντι του στόχου.
Ειδικότερα, την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2020 αύξηση έναντι του στόχου παρατηρήθηκε στις εξής κύριες κατηγορίες εσόδων:
α) Λοιποί φόροι επί συγκεκριμένων υπηρεσιών κατά 16 εκατ. ευρώ ή 3,4%,
β) Λοιποί φόροι επί παραγωγής κατά 550 εκατ. ευρώ ή 989,7%, στους οποίους περιλαμβάνεται μέρισμα ύψους 528 εκατ. ευρώ από την Τράπεζα της Ελλάδας που είχε αρχικά εκτιμηθεί ότι θα εισπραχθεί τον Απρίλιο 2020.
γ) Λοιποί τρέχοντες φόροι κατά 28 εκατ. ευρώ ή 8,6%, εκ των οποίων: Φόροι οχημάτων κατά 53 εκατ. ευρώ ή 60,6%,
δ) Μεταβιβάσεις κατά 226 εκατ. ευρώ ή 23,7%, στις οποίες περιλαμβάνονται έσοδα ύψους 251 εκατ. ευρώ από ANFAs & SMPs, που είχε αρχικά εκτιμηθεί ότι θα εισπραχθούν τον Απρίλιο 2020.
ε) Λοιπά τρέχοντα έσοδα κατά 49 εκατ. ευρώ ή 12,8%.
Μειωμένα έναντι του στόχου την ίδια περίοδο ήταν τα έσοδα στις κάτωθι βασικές κατηγορίες:
α) ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή και στα παράγωγα αυτών κατά 65 εκατ. ευρώ ή 13,4%,
β) ΦΠΑ λοιπών προϊόντων και υπηρεσιών κατά 248 εκατ. ευρώ ή 6,8 %,
γ) ΕΦΚ ενεργειακών προϊόντων κατά 74 εκατ. ευρώ ή 7,0%,
δ) Φόροι ταξινόμησης οχημάτων κατά 12 εκατ. ευρώ ή 17,4%,
ε) Τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας κατά 34 εκατ. ευρώ ή 8,3%, εκ των οποίων: ΕΝΦΙΑ κατά 33 εκατ. ευρώ ή 8,4%,
στ) Φόρος εισοδήματος πληρωτέος από Φυσικά Πρόσωπα (ΦΠ) κατά 131 εκατ. ευρώ ή 5,6%,
ζ) Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών κατά 44 εκατ. ευρώ ή 27,8%,
η) Πωλήσεις παγίων περιουσιακών στοιχείων κατά 313 εκατ. ευρώ ή 99,5%.
Οι επιστροφές εσόδων ανήλθαν σε 1,058 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 74 εκατ. ευρώ από το στόχο.
Τα έσοδα του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) ανήλθαν σε 906 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 92 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου.
Ειδικότερα, τον Μάρτιο 2020 το σύνολο των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε στα 3,546 δισ. ευρώ αυξημένο κατά 303 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον μηνιαίο στόχο.
Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τον Μάρτιο 2020 εισπράχτηκε ποσό 779 εκατ. ευρώ (528 εκατ. ευρώ αποτυπώνεται στην κατηγορία «Λοιποί φόροι επί παραγωγής» και 251 εκατ. ευρώ περιλαμβάνεται στην κατηγορία «Μεταβιβάσεις») που αφορά μέρισμα από την Τράπεζα της Ελλάδος και τα έσοδα από ANFAs & SMPs, που είχε αρχικά εκτιμηθεί ότι θα εισπραχθεί τον Απρίλιο 2020.
Τα συνολικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 3,882 δισ. ευρώ, αυξημένα έναντι του μηνιαίου στόχου κατά 299 εκατ. ευρώ.
Οι κυριότερες κατηγορίες εσόδων στις οποίες σημειώθηκε αύξηση έναντι του στόχου τον Μάρτιο 2020, είναι οι κάτωθι:
α) ΕΦΚ καπνικών προϊόντων κατά 13 εκατ. ευρώ,
β) Λοιποί φόροι επί παραγωγής κατά 523 εκατ. ευρώ,
γ) Φόρος εισοδήματος πληρωτέος από Φυσικά Πρόσωπα (ΦΠ) κατά 33 εκατ. ευρώ,
δ) Μεταβιβάσεις κατά 524 εκατ. ευρώ.
Αντίθετα, μειωμένες έναντι του στόχου ήταν τον Μάρτιο 2020 κυρίως οι εξής κατηγορίες εσόδων:
α) ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή και στα παράγωγα αυτών κατά 48 εκατ. ευρώ,
β) ΦΠΑ λοιπών προϊόντων και υπηρεσιών κατά 235 εκατ. ευρώ,
γ) ΕΦΚ ενεργειακών προϊόντων κατά 51 εκατ. ευρώ,
δ) Φόροι ταξινόμησης οχημάτων κατά 10 εκατ. ευρώ,
ε) Φόροι κεφαλαίου κατά 10 εκατ. ευρώ,
στ) Λοιποί τρέχοντες φόροι κατά 28 εκατ. ευρώ,
ζ) Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών κατά 40 εκατ. ευρώ,
η) Λοιπά τρέχοντα έσοδα κατά 42 εκατ. ευρώ εκ των οποίων: Επιστροφές δαπανών κατά 15 εκατ. ευρώ,
θ) Πωλήσεις παγίων περιουσιακών στοιχείων κατά 313 εκατ. ευρώ.
Τα έσοδα του ΠΔΕ ανήλθαν σε 475 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 250 εκατ. ευρώ έναντι του μηνιαίου στόχου.
Οι επιστροφές εσόδων του Μαρτίου 2020 ανήλθαν σε 335 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση κατά 4 εκατ. ευρώ έναντι του μηνιαίου στόχου.
Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2020 ανήλθαν στα 12,926 δισ. ευρώ και παρουσιάζονται μειωμένες κατά 125 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου. Οι κυριότερες αιτίες της εμφανιζόμενης απόκλισης είναι:
α) η υποεκτέλεση των δαπανών αποκτήσεων παγίων περιουσιακών στοιχείων κατά 98 εκατ. ευρώ και
β) η υποεκτέλεση σε άλλες μείζονες κατηγορίες δαπανών οι οποίες τροφοδοτήθηκαν με ανάλωση μέρους του αποθεματικού.
Με αντίρροπο χαρακτήρα (αυξημένη δαπάνη σε σχέση με τον στόχο) κινήθηκαν οι πληρωμές για τόκους κατά 109 εκατ. ευρώ.
Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο του Ιανουαρίου-Μαρτίου 2020 παρουσιάζονται αυξημένες σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 κατά 172 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω των δαπανών στο σκέλος του ΠΔΕ, το οποίο παρουσίασε αυξημένη δαπάνη κατά 264 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο του Μαρτίου 2020 ανήλθαν στα 4,262 δισ. ευρώ και παρουσιάζονται αυξημένες κατά 50 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου.