Αύξηση της αποταμίευσης έφερε η καραντίνα
Την περίοδο της κρίσης χρέους, αρκετά νοικοκυριά σήκωναν από τις τράπεζες τις καταθέσεις τους. Στην παρούσα κρίση, μια κρίση πανδημική, παρατηρείται το αντίθετο: οι καταθέσεις αυξάνονται.
Μέσα σε ένα μόλις μήνα, από τις 23 Μαρτίου έως τις 24 Απριλίου, οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες αυξήθηκαν, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά 2 και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ και διαμορφώθηκαν σε 158,3 δισ. ευρώ, από 156 δισ. ευρώ. Μάλιστα, όπως εκτιμούν αρμόδιοι παράγοντες, οι αποταμιεύσεις πιθανότατα είναι μεγαλύτερες, καθώς αρκετοί έχουν επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια λόγω των χαμηλών επιτοκίων.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, η τάση αυτή, σημάδι των ειδικών συνθηκών που έχει δημιουργήσει η εξάπλωση του κορωνοϊού, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη. Στην περίπτωση της Ελλάδας, πάντως, όπως εκτιμούν τραπεζικοί παράγοντες, οι αυξημένες καταθέσεις αναμένεται να αποτελέσουν μέρος του «οπλοστασίου» για την επόμενη ημέρα.
Η επιστροφή στη συνήθεια της αποταμίευσης αποτυπώνεται και στη μεγάλη έρευνα για τις αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες που έχει επιφέρει η πανδημική κρίση στα ελληνικά νοικοκυριά, την οποία πραγματοποίησε το Εργαστήριο Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Αγροτικού Χώρου του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων του Πανεπιστημίου Πατρών.
Η έρευνα, τα βασικά συμπεράσματα της οποίας παρουσιάζει σήμερα η «Κ», διενεργήθηκε σε πανελλαδικό δείγμα 1.603 ατόμων μέσω της ηλεκτρονικής συμπλήρωσης ερωτηματολογίων. Επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας είναι ο διευθυντής του Εργαστηρίου και αναπληρωτής καθηγητής Μάρκετινγκ, Προκόπης Θεοδωρίδης, ενώ η έρευνα διενεργήθηκε με την ενεργό υποστήριξη των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών του τμήματος.
Σύμφωνα λοιπόν με την έρευνα, το 45% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι την περίοδο αυτή κάνει προσπάθεια αποταμίευσης χρημάτων. Μέρος της τάσης αυτής έχει προκύψει εκ των πραγμάτων: οι μετακινήσεις και επομένως τα έξοδα για αυτές έχουν μειωθεί δραστικά, τα εστιατόρια και τα μπαρ δεν λειτουργούν, ταξίδια δεν μπορούμε να κάνουμε, αλλά ούτε και να πάμε στο γυμναστήριο. Για ένα τμήμα του πληθυσμού, πάντως, η αποταμίευση είναι συνειδητή πράξη, η οποία υπαγορεύεται από την αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα.
Η εργασιακή ανασφάλεια είναι κυρίαρχο στοιχείο, με το 83% να θεωρεί ότι η παρούσα κρίση θα έχει επιπτώσεις στην απασχόληση. Επιπλέον, 6 στους 10 θεωρούν ότι η υγειονομική κρίση δεν θα τελειώσει στις αρχές του προσεχούς καλοκαιριού και 7 στους 10 ότι η κατάσταση δεν θα ομαλοποιηθεί γρήγορα.
Διάχυτη, βεβαίως, είναι η ανασφάλεια στην παρούσα φάση και για την πανδημία αυτή καθαυτή, με την πλειονότητα των πολιτών να προσπαθεί να περιορίσει τον συγχρωτισμό με άλλα άτομα ακόμη και στις μετακινήσεις που επιτρέπονται. Ετσι, πλέον το 69,1% των καταναλωτών πραγματοποιεί περισσότερες ηλεκτρονικές αγορές σε σύγκριση με την προ κορωνοϊού εποχή, ενώ το 49,3% πηγαίνει μόνο μία φορά εβδομαδιαίως στο σούπερ μάρκετ.
Το 52,2% δηλώνει ότι αγοράζει τα ίδια σε ποσότητα προϊόντα που αγόραζε και προ COVID-19, όμως υπάρχει και ένα 42% που δηλώνει ότι τώρα αγοράζει περισσότερα προϊόντα. «Η τεχνολογία έχει ενσωματωθεί στην καθημερινότητά μας με διαφορετικές εκφάνσεις. Στην καταναλωτική συμπεριφορά μας είναι εμφανής η αύξηση των ηλεκτρονικών αγορών τόσο για τα ψώνια μας από το σούπερ μάρκετ όσο και για μη τρόφιμα ή ακόμη και για τον καφέ μας. Βέβαια, η παραγγελία καφέ ή φαγητού από το Internet ήταν κάτι που προϋπήρχε, ειδικότερα στις νεανικές ηλικιακές ομάδες, αλλά τώρα προστέθηκαν και οι αγορές τροφίμων και μη από τα σούπερ μάρκετ. Και σε αυτές τις αγορές συμμετέχουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ενήλικοι της οικογένειας, δηλ. οι γονείς», επισημαίνει στην «Κ» ο κ. Θεοδωρίδης.
Ταυτόχρονα καταγράφεται μια άλλη τάση, αντίθετη, θα έλεγε εκ πρώτης όψεως κάποιος, με την παραπάνω: η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα συνοικιακά καταστήματα τροφίμων. Τα τελευταία επέδειξαν ταχύτατα αντανακλαστικά, δεχόμενα τηλεφωνικές παραγγελίες και προχωρώντας στη διανομή αυτών στις κατοικίες των πελατών και μάλιστα μέσα σε λίγο χρόνο.
Το 16,2% δήλωσε ότι έκανε τηλεφωνικές παραγγελίες προϊόντων από το μανάβικο, το μίνι μάρκετ, το ιχθυοπωλείο της γειτονιάς, παραγγελίες οι οποίες παραδόθηκαν στο σπίτι. Το ποσοστό μπορεί να φαίνεται χαμηλό, αλλά αφενός λειτούργησε θεραπευτικά στην αδυναμία που επέδειξαν –ειδικά τις πρώτες εβδομάδες– τα ηλεκτρονικά καταστήματα των μεγάλων σούπερ μάρκετ και αφετέρου δημιουργεί το έδαφος για διατήρηση αυτής της σχέσης εμπιστοσύνης των καταναλωτών με τα εξειδικευμένα συνοικιακά καταστήματα.
Πρώτη επιλογή τα ελληνικά προϊόντα
Ο οικονομικός πατριωτισμός –φαινόμενο που εμφανίστηκε κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση– φαίνεται να επανεμφανίζεται. Αυτή τη φορά με κίνητρο όχι τόσο τη στήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων για να ενισχυθούν η οικονομία και η απασχόληση, αλλά με κίνητρο την ασφάλεια και την ποιότητα των προϊόντων. Με άλλα λόγια, ο χαμηλός σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη αριθμός κρουσμάτων και θανάτων στην Ελλάδα από την COVID-19 ωθεί αρκετούς καταναλωτές να προτιμούν τα ελληνικά προϊόντα.
Ετσι, το 84,1% των καταναλωτών δηλώνει ότι όταν βρίσκει στο σούπερ μάρκετ ελληνικά προϊόντα τα προτιμά έναντι των αντίστοιχων εισαγόμενων, ενώ ένα 38,2% δηλώνει ότι κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης προτιμά τα ελληνικά προϊόντα περισσότερο σε σύγκριση με την προ κορωνοϊού περίοδο.
Το 45% θεωρεί ότι είναι ασφαλέστερα από τα εισαγόμενα, ενώ πάνω από το 54% πιστεύει ότι είναι πιο ποιοτικά.
Μπορεί τα σούπερ μάρκετ και τα καταναλωτικά αγαθά να περιλαμβάνονται στις λιγοστές εκείνες επιχειρήσεις και κατηγορίες προϊόντων που ευνοούνται σε γενικές γραμμές από την κρίση του κορωνοϊού, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι σε αυτές τις συνθήκες δεν επαναξιολογούνται από τους καταναλωτές πρακτικές και μάρκες.
Μάλιστα, ίσως πολύ περισσότερο σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, καθώς σε συνθήκες κρίσης ενισχύεται η καταναλωτική συνείδηση. Αλλωστε, σχεδόν οι μοναδικές δαπάνες –πέρα από τα πάγια έξοδα του σπιτιού– που κάνουν σήμερα τα ελληνικά νοικοκυριά είναι αυτές για τα τρόφιμα και γενικά τα βασικά είδη σούπερ μάρκετ.
Το 77% θέλει οι επιχειρήσεις να τους ενημερώνουν λεπτομερώς για τα μέτρα που λαμβάνουν για την προφύλαξη από τον κορωνοϊό. Η έρευνα δείχνει επίσης να κλονίζεται η πίστη των καταναλωτών σε συγκεκριμένες μάρκες, τάση που είχε εντοπιστεί από τα στελέχη του κλάδου των σούπερ μάρκετ ήδη από τις αρχές της κρίσης. Το 59% εξακολουθεί να αναζητεί τις προσφορές, κάτι που σημαίνει έτσι κι αλλιώς μικρότερη αφοσίωση σε συγκεκριμένες μάρκες, ενώ από την άλλη ένα 25% δοκιμάζει νέες μάρκες.
«Ο περιορισμός των μετακινήσεων μπορεί να άλλαξε κάποιες συνήθειες των καταναλωτών κι έτσι αντί να πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ που ήταν κοντά στην εργασία τους, πηγαίνουν σε αυτό που είναι στη γειτονιά τους, με αποτέλεσμα να βρίσκουν και να αγοράζουν προϊόντα που δεν υπήρχαν πρώτα στις επιλογές τους», εξηγεί ο κ. Θεοδωρίδης.