Παρέμβαση Σημίτη: Ανεπαρκές βήμα οι αποφάσεις του Eurogroup
Την άποψη πως οι αποφάσεις του Eurogroup αναφορικά με τη χρηματοδότηση των κρατών-μελών με 540 δισ. ευρώ (για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της επιδημίας του κοροναϊού) αποτελούν ένα σημαντικό, αλλά ανεπαρκές, βήμα για την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας κοινωνικής πολιτικής από την Ένωση εκφράζει ο Κώστας Σημίτης σε σημερινό άρθρο του.
Ο ίδιος τάσσεται υπέρ της άποψης πως κάθε περιορισμός στην ικανότητα των μεμονωμένων χωρών να καταπολεμήσουν την πανδημία και τις οικονομικές της συνέπειες θα είναι απειλή για τους λαούς των άλλων χωρών και πως απαιτείται μια στρατηγική «που θα κάνει ό,τι χρειαστεί».
Όπως σημειώνει στο άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα», η αναγκαία αυτή στρατηγική δεν τονίστηκε με έμφαση από το Eurogroup και αιτία ήταν οι έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών τους δύο τελευταίους μήνες, που κατέληξαν στη δημιουργία δύο αντιτιθέμενων στρατοπέδων. Το ένα αποτελούσαν κυρίως οι χώρες του Βορρά της Ενωσης (που ήταν αντίθετες σε νέες δαπάνες), το άλλο οι χώρες του Νότου, που έχουν υποστεί έως τώρα τις πιο σημαντικές ανθρώπινες απώλειες.
«Η συμφωνία που επήλθε ήταν αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού που όλοι θεώρησαν αναγκαίο. Ο συμβιβασμός αυτός προσδιορίζει με γενικό τρόπο πώς θα διατεθούν τα 540 δισ. ευρώ. Παραμένει όμως ανοικτό το πλαίσιο που ισχύει», τονίζει και προσθέτει:
«Ο συμβιβασμός αυτός, παρά τις ατέλειες και τις ασάφειες της απόφασης, τις υπάρχουσες ακόμη διαφορές που πρέπει να αντιμετωπιστούν, την παραπομπή θεμάτων στο Συμβούλιο της Ένωσης, δεν πρέπει διόλου να υποτιμηθεί. Είναι σαφής η πρόθεση βελτίωσης των κοινωνικών συνθηκών στην Ένωση, η άσκηση πολιτικής με κοινωνικά κριτήρια».
Τέλος, ο πρώην Πρωθυπουργός σημειώνει πως η Σύνοδος Κορυφής στις 23 Απριλίου θα αποφασίσει την πραγματοποίηση ή όχι ενός Ταμείου Ανάκαμψης, που θα χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό της Ένωσης και θα συμβάλει στην αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.
Όπως υπογραμμίζει, αν και κατά τη Γαλλία, την Ιταλία και άλλες χώρες, θα είναι δυνατή η χρηματοδότηση του Ταμείου και με χρηματοπιστωτικά εργαλεία (όπως ομόλογα) ώστε να υπάρξει η δυνατότητα άντλησης πρόσθετων κεφαλαίων από τις αγορές, ωστόσο την άποψη αυτή απορρίπτουν οι χώρες που αντιτίθενται στην αύξηση των δαπανών.