Το τέλος της καραντίνας τρομάζει περισσότερο από την αρχή της
Είναι κοινός τόπος ότι οι καταστάσεις που ζούμε τους δύο τελευταίους μήνες σε παγκόσμιο, σε εθνικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο είναι πρωτόγνωρες. Το ξέσπασμα της πανδημίας και πολύ περισσότερο οι τρόποι αντιμετώπισής της δεν έχουν προηγούμενο και δεν μπορούν να συγκριθούν με τίποτα ανάλογο στην προσωπική ή συλλογική μνήμη. Και όταν ακόμη οι συγκρίσεις γίνονται με αναφορές σε γεγονότα του απώτερου παρελθόντος -π.χ. τις επιδημίες πανούκλας ή χολέρας του 16ου και 17ου αιώνα- ποτέ δεν υπήρξε επιβολή περιοριστικών μέτρων και καραντίνας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Του Αντρέα Παναγόπουλου
Ακόμη και σε περιόδους πολέμου ή και στην Κατοχή δεν υπήρξε, παρά για περιορισμένα χρονικά διαστήματα, απαγορεύσεις ή και περιορισμοί στην κυκλοφορία των πολιτών, πλήρες κλείσιμο συνόρων ή διακοπή των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Η μη βίαιη, κατά κανόνα, επιβολή των περιοριστικών μέτρων, ο καθολικός χαρακτήρας τους, το γεγονός ότι ο κοροναϊός δεν κάνει διαχωρισμούς και διακρίσεις σε τάξεις, εθνικότητες και φυλές -με μόνη εξαίρεση την “προτίμησή” του στους ηλικιωμένους και τη σχετικά ήπια μορφή του για τους νεότερους- εξηγεί την ευρύτερη αποδοχή τους από την κοινωνία χωρίς συμπτώματα υπερβολικού φόβου, πανικού ή οργής. Ακόμη και οι περιπτώσεις ατομικής ή ομαδικής ανυπακοής με τις βόλτες στον Φλοίσβο, στις παραλίες της Θεσσαλονίκης και του Βόλου δεν είχαν το στοιχείο της αμφισβήτησης των μέτρων όσο της άρνησης να καταργηθούν όλες οι καθιερωμένες μας συνήθειες.
Για τις ψυχολογικές επιπτώσεις του «Μένουμε στο Σπίτι» έχουν γραφτεί αρκετά και θα γραφτούν ακόμη περισσότερα το προσεχές διάστημα από τους ειδικούς.
Ολοι σχεδόν καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η απομόνωση, η κοινωνική απόσταση, η μερική απώλεια του ελέγχου της ζωής μας, ο φόβος της ασθένειας και του θανάτου, του δικού μας ή των αγαπημένων μας, θα αφήσουν «κουσούρια». Το πόσο μικρά ή μεγάλα είναι εξαρτάται από τα δομικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας, τις εμπειρίες μας αλλά και την εξέλιξη και τη διάρκεια της πανδημίας.
Το ότι δεν παρατηρούμε σε μεγάλη τουλάχιστον έκταση, φοβικά συμπτώματα, έντονη ανησυχία, άγχος και θλίψη στους γύρω μας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ίδια τη φύση του φαινομένου και στην σχετική εμπιστοσύνη που όλοι μας έχουμε απέναντι σε εκείνους που είναι στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισής του: τους γιατρούς και τους νοσηλευτές. Οφείλεται επίσης στη συνειδητοποίηση ότι αυτό αποτελεί “κοινή μοίρα” για όλους και όχι “ειδική τιμωρία” για κάποιους, όπως πιστεύαμε – όχι άδικα- ότι είχε συμβεί στην οικονομική κρίση στην Ελλάδα, για παράδειγμα.
Βεβαίως αυτή η σχετικά ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης που ζούμε κινδυνεύει να ανατραπεί ανά πάσα ώρα και στιγμή εάν συμβεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:
• Επιδεινωθεί η εξέλιξη του φαινομένου με «έκρηξη» κρουσμάτων και θανάτων ή επέλθει ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας
• Υπάρξει κάποια κραυγαλέα διάψευση μέρους ή του συνόλου της επίσημης ενημέρωσης που είχαμε μέχρι σήμερα σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της νόσου και της επιδημίας είτε αυτή υποτιμούσε είτε υπερεκτιμούσε τις πραγματικές διαστάσεις τους.
• Υπάρξει ραγδαία επιδείνωση της οικονομίας με κατάρρευση βασικών υποδομών, πέραν των νοσηλευτικών, στην ενέργεια, τα δίκτυα διανομής, την παραγωγή και διάθεση βασικών προϊόντων και αγαθών (φάρμακα, τρόφιμα, νερό κτλ).
• Υπάρξει ανάγκη βίαιης επιβολής νέων περιοριστικών μέτρων και ενίσχυση της καταστολής και γίνει κάποιο «ατύχημα» σαν κι εκείνο που συνέβη πριν τρεις ημέρες στην Αντερλεχτ που Βελγίου, όταν αστυνομικοί κατά τη διάρκεια ελέγχου σκότωσαν με το περιπολικό τους έναν νεαρό, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν επεισόδια.
Ακόμη όμως κι αν τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβεί υπάρχουν δύο κίνδυνοι που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε στο άμεσο ή στο λίγο πιο μακρινό μέλλον. Πρώτος είναι η εξάντληση των ψυχολογικών και οικονομικών μας αντοχών σε μία ενδεχόμενη παράταση του «Μένουμε στο Σπίτι».
Οταν δηλαδή αφού έχουμε τακτοποιήσει συρτάρια και ντουλάπια, όπως μας συστήνουν διάφορα «σελέμπριτις» που συμμετέχουν στην σχετική καμπάνια, και αφού εξαντλήσουμε και κάθε περιθώριο… ενδοσκόπησης και διαλογισμού, διαπιστώσουμε ότι τα συρτάρια και τα ντουλάπια μας μένουν άδεια από τα στοιχειώδη για την επιβίωσή μας, όπως και τα αποθέματά μας στα ATM.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η «επόμενη ημέρα» από την άρση των περιοριστικών μέτρων και της καραντίνας να αποδειχθεί πιο τρομακτική από την ημέρα επιβολής τους καθώς θα βγούμε σε έναν κόσμο όπου θα επικρατεί η εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια με ένα φθινόπωρο και έναν χειμώνα να πλησιάζουν απειλητικά, με μία ύφεση και μία ανεργία να καλπάζουν, ένα ασφαλιστικό σύστημα να σφαδάζει από τη μείωση των εισφορών και ένα κράτος να προσπαθεί να βγάλει από τη μύγα ξύγκι για να επιβιώσει στοιχειωδώς.
Και οι δύο αυτοί κίνδυνοι αναιρούν την καθολικότητα της πανδημίας καθώς θα αφορούν τους πλέον ευάλωτους της κοινωνίας αλλά και -για άλλη μία φορά, τα τελευταία δέκα χρόνια- τη μεσαία τάξη. Ολους εκείνους δηλαδή που πριν ένα χρόνο είχαν καταφέρει «να βγάλουν τη μύτη από το νερό» και που τώρα θα νιώσουν να βυθίζονται και πάλι στην άβυσσο.
Οι άνθρωποι αυτοί που μέχρι μόλις χθες απαντούσαν ότι το πρώτο πράγμα που θέλουν να κάνουν όταν τελειώσει η πανδημία θα είναι να πάνε στο κομμωτήριο ή στο κουρείο, αύριο θα καταληφθούν από όλο εκείνο το φόβο, το άγχος, την απελπισία, την οργή που συγκρατούν σήμερα μέσα τους παρακολουθώντας σειρές στο Netflix. Σίγουρα επίσης, ένα από τα τελευταία πράγματα που θα σκέφτονται ή θα θέλουν θα είναι να γίνουν εκλογές…
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η έλευση της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων δεν ανέστειλε μόνο την ατομική μας ζωή και τις κοινωνικές δραστηριότητες αλλά και μία σειρά κοινωνικών εκρήξεων που είχαν ήδη ξεκινήσει λόγω της παρατεταμένης κρίσης και της λιτότητας αλλά και άλλων παραγόντων, σε μία σειρά χωρών, από τη Χιλή μέχρι τα “κίτρινα γιλέκα” στη Γαλλία και από τις Βρυξέλλες μέχρι το Λίβανο και το Χονγκ-Κόνγκ.
Εκρήξεις που οφείλονταν στην επιδείνωση των ανισοτήτων και της επισφάλειας, στην ανικανότητα των κυρίαρχων οικονομικών μοντέλων να φροντίσουν τους πολίτες περιορίζοντας κοινωνικό κράτος, δημόσιες δαπάνες και εργασιακά δικαιώματα στο όνομα της προσέλκυσης επενδύσεων.
Με άλλα λόγια, αν η παγκόσμια οικονομία ήταν ο αχυρώνας και ο κοροναϊός το ρετσίνι, ο πλειστηριασμός μίας και μόνο πρώτης κατοικίας σε κάποια γειτονιά μπορεί να γίνει η σπίθα για να ξεσπάσει όλο αυτό που ο καθένας μας κρατάει μέσα του με νύχια και με δόντια, όλο αυτόν τον καιρό…