Ο καθηγητής Κ. Λάβδας στο Libre: Η πανδημία, η Ευρώπη και εμείς
Όπως η πρόεδρος της Επιτροπής παραδέχθηκε, η αρχική αντίδραση των θεσμών της ΕΕ ήταν αργή διότι ο κίνδυνος της COVID-19 υποτιμήθηκε. Τις τελευταίες ημέρες η αντίδραση αποκτά επιτάχυνση και νεύρο, παρότι πολλά πρέπει ακόμη να γίνουν. Το rescEU, τμήμα του μηχανισμού πολιτικής προστασίας της ΕΕ, ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών στον τομέα της πολιτικής προστασίας, με σκοπό τη βελτίωση της πρόληψης, της ετοιμότητας και της ανταπόκρισης σε καταστροφές.
Του Κώστα Α. Λάβδα
Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή δημιούργησε στις 19/3/2020 το πρώτο στρατηγικό απόθεμα ιατρικού εξοπλισμού (όπως οι αναπνευστήρες) με σκοπό να βοηθήσει τις χώρες της ΕΕ που θα καταθέσουν σχετικά αιτήματα στο πλαίσιο της πανδημίας.
Υπάρχει
επίσης από το 2013, στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής για τη διαχείριση κρίσεων,
η απόφαση που παρέχει το πλαίσιο σχεδιασμού του συντονισμού και της αντίδρασης για
την αντιμετώπιση μιας σοβαρής διασυνοριακής απειλής κατά της υγείας. Οπότε τα
εργαλεία σε ένα βαθμό υπάρχουν, το ζητούμενο είναι η πλήρης και αποτελεσματική
αξιοποίησή τους.
Παράλληλα η ΕΕ επιχειρεί να συντονίσει πολιτικές και στρατηγικές που ήταν, αρχικά τουλάχιστον, διαφορετικές. Η περιφέρεια της Λομβαρδίας αντέδρασε αργά, η Ρώμη πήρε τελικά τα απαραίτητα μέτρα αλλά με καθυστέρηση. Γαλλία και Ελλάδα στόχευσαν νωρίς στον περιορισμό της εξάπλωσης ενώ η Γερμανία φάνηκε αρχικά να αμφιταλαντεύεται σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Και, βέβαια, εκτός της ΕΕ η Βρετανία και οι ΗΠΑ καθυστέρησαν λόγω διαφορετικών σε κάθε περίπτωση παραγόντων. Όπως από τις 7 Μαρτίου είχε προειδοποιήσει το Lancet, οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να επιλέξουν άμεσα, αποφεύγοντας ημίμετρα που υποτίθεται ότι θα στόχευαν στην ταυτόχρονη άμβλυνση των επιπτώσεων στις ευπαθείς ομάδες χωρίς να τρωθεί η οικονομία.
Τα δρακόντεια μέτρα ήταν και παραμένουν απαραίτητα εάν θέλουμε να παραμείνουν όρθια τα νοσοκομεία και να σωθούν ζωές. Στη συνέχεια, όπως επισημαίνουν οι New York Times (17/3/2020), η καταιγιστική έκθεση του Imperial College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου σφράγισε την τύχη των υποτιθέμενων εναλλακτικών και έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των δρακόντειων μέτρων, έστω και αργά.
Η συζήτηση – πολύ περισσότερο τα όποια συμπεράσματα – για τις σχέσεις δημόσιας υγείας, επιστήμης, αγοράς και κράτους μπορεί να περιμένει το τέλος του εφιάλτη. Αλλά μετά η συζήτηση θα ανοίξει και θα πρέπει να είναι ουσιαστική και πολυεπίπεδη, μακριά από δογματισμούς οποιουδήποτε χρώματος.
Όμως για την
Ελλάδα, η οποία στο ζήτημα της πανδημίας κινήθηκε γρήγορα και υπεύθυνα, η
πρόκληση του νέου κορονοϊού έρχεται να προστεθεί στην συνεχιζόμενη πρόκληση που
συνιστά ο τουρκικός αναθεωρητισμός. Μέχρι προχθές κάθε ξημέρωμα προσέθετε την εμπειρία
μιας ακόμη δύσκολης νύχτας στον Έβρο. Η εκτόνωση που φέρνει το κλείσιμο των συνόρων είναι προσωρινή
και οφείλεται – τουλάχιστον ως αφορμή – στην άλλη πρόκληση, αυτή της δημόσιας
υγείας. Αλλά το μεταναστευτικό και όλα τα άλλα θέματα παραμένουν ανοικτά, ούτε
ο Ερντογάν “ηττήθηκε” ούτε κάποια αναμέτρηση “κερδίσαμε” –
τα δύσκολα έρχονται και η αντιμετώπισή τους προϋποθέτει στρατηγική, όχι
αντιδράσεις.
Η πρόκληση
του τουρκικού αναθεωρητισμού είναι δομική, όχι συγκυριακή. Και επειδή ο χρόνος
στις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις δεν παγώνει λόγω της πανδημίας, θα
πρέπει να αφυπνισθούμε γιατί το μέλλον στα ελληνοτουρκικά θα είναι δύσκολο. Εάν
η κατάρρευση της τουρκικής οικονομία σε συνδυασμό με την πανδημία δεν προλάβει
τον Ερντογάν, ο “απομονωμένος” Ερντογάν θα προλάβει εμάς τους
υπόλοιπους.
Διότι παράλληλα, ενώ οι αντιδράσεις της ΕΕ (σχετικές αποφάσεις του Eurogroup) και της ΕΚΤ αποτελούν – ιδιαίτερα οι δεύτερες – εξαιρετικά νέα και για την Ελλάδα, το μέλλον μετά την πανδημία προμηνύεται δύσκολο. Αφενός οι χώρες που μπορούν προαναγγέλλουν ξεχωριστά από ημέρες την εθνική στήριξη επιχειρήσεων κλπ με εντυπωσιακά μεγέθη παρεμβάσεων ενώ αφετέρου σε επίπεδο ΕΕ δεν βλέπουμε την συνολική εφαρμογή της ρήτρας απενεργοποίησης των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας.
Αλλά η ΕΕ χωρίς περαιτέρω κινητοποίηση θα είναι, μεσοπρόθεσμα, ουσιαστικά απονευρωμένη. Είναι πιθανό (και σε ό,τι με αφορά το εύχομαι) η κρίση αυτή να συγκαταλέγεται στο μέλλον ανάμεσα σε εκείνες που αποτέλεσαν ερέθισμα για αναδιάταξη και βελτίωση των μηχανισμών της ενοποίησης.
Αλλά – βάσει
των σημερινών δεδομένων – η ΕΕ παραμένει ουσιαστικά μια συνομοσπονδία δυνάμεων
και η Τουρκία παραμένει ένας επικίνδυνος αναθεωρητικός παράγοντας στο
προβλέψιμο μέλλον. Γι αυτό και χρειάζεται μια κατά το δυνατόν σαφής διαμόρφωση
βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προσεγγίσεων και στόχων από ελληνικής
πλευράς. Η “εδαφοποίηση” της ΕΕ στην οποία τώρα αναφέρονται πολλοί (αν
και η σχετική συζήτηση έχει ρίζες παλιές στην ανάλυση της ΕΚ/ΕΕ) ενδέχεται λόγω
του προσωρινού κλεισίματος των εξωτερικών συνόρων να διευκολύνει κάποιες
κυβερνήσεις απέναντι στα (δικαιολογημένα ανήσυχα) εσωτερικά ακροατήριά τους,
αλλά δεν αποτελεί από μόνη της ενοποιητικό παράγοντα.
Χρειαζόμαστε
άλλο μείγμα πολιτικών, άλλο ρόλο των κεντρικών θεσμών όπως η Κεντρική Τράπεζα,
άλλη ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό της ένωσης και άλλη αντίληψη περί
εξωτερικών συνόρων – πέραν της κρίσης – (θα πρότεινα, μεταξύ άλλων, αναφορικά
και με τον αμυντικό προϋπολογισμό των συνοριακών κρατών) ώστε να μπορέσουμε να
αναφερθούμε σε μερική αλλά ουσιαστική κάλυψη των αναγκών της Ελλάδας ως προς
την ασφάλεια.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο