Μπροστά σε μια νέα “μίνι αγορά του αιώνα”- Συνειρμοί και σκέψεις για τα F35
Είναι απλώς σύμπτωση. Αλλά είναι κι από εκείνες τις στιγμές που δύο άσχετα μεταξύ τους γεγονότα έρχονται να συμπληρώσει το ένα το άλλο, ή ένα από τα δύο να φωτίσει κάποιες όχι απαραίτητα ορατές διαστάσεις του άλλου.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Τις ώρες που ο υπουργός Άμυνας εξηγούσε σε τηλεοπτικές εκπομπές την υπεροχή που θα αποκτήσει πάνω από το Αιγαίο η ελληνική πολεμική αεροπορία με την προμήθεια (μετά το 2024) των “αόρατων” μαχητικών πέμπτης γενιάς F35, ο εισαγγελέας Εφετών Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος αποφάσιζε να παραπέμψει σε δίκη τον Γιάννο Παπαντωνίου με την κατηγορία του “ξεπλύματος βρώμικου χρήματος” στην γνωστή σκανδαλώδη υπόθεση της αναβάθμισης έξι φρεγατών του πολεμικού μας ναυτικού το 2003.
Δίχως καμία διάθεση να προκαταλάβει κανείς την όποια ετυμηγορία της Δικαιοσύνης, όταν η περίπτωση Παπαντωνίου φθάσει στο εδώλιο, η συνειρμική συσχέτιση των δύο γεγονότων ανακαλεί εκ των πραγμάτων στη μνήμη μας μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους των μεγάλων σκανδάλων των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Αρκετοί εκ των πρωταγωνιστών αυτών των πολιτικών περιόδων παραμένουν, άλλωστε, πολιτικά ενεργοί και παρεμβατικοί και σήμερα.
Η πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης –δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού από τις ΗΠΑ και ενώ βρισκόταν στον προθάλαμο του Οβάλ Γραφείου και δίπλα στον Ντόναλντ Τραμπ– να ζητήσει την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα συμπαραγωγής του “πετραδιού του στέμματος” της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας αποτελεί μια εξέλιξη που χαιρετίζεται με ζέση από μέσα ενημέρωσης και αποστράτους.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν σαφής. Με μία μοίρα F35 (περίπου 20-25 αεροσκάφη), οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις θα αποκτήσουν υπεροχή έναντι των τουρκικών, ιδιαίτερα μετά την προωθούμενη αναβάθμιση των F16 που αποφάσισε η προηγούμενη κυβέρνηση (με τα σχετικά αρνητικά σχόλια, φυσικά, εκείνη την εποχή από την Ν.Δ).
Το κόστος ενός τέτοιου προγράμματος υπολογίστηκε από τον υπουργό Άμυνας περίπου στα 3 δισ και τοποθετείται χρονικά μετά το 2024, όταν όλοι ελπίζουμε πως θα έχει αποκατασταθεί σε κάποιο βαθμό η δημοσιονομική ισορροπία στην ελληνική οικονομία.
Η συζήτηση σχετικά με το εάν ο συγκεκριμένος τύπος “επιθετικού” αεροσκάφους είναι ο ενδεδειγμένος για το αποτρεπτικό- αμυντικό δόγμα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και εάν θα οδηγήσει σε μια αλλαγή της “αρχιτεκτονικής” τους που ευνοεί περισσότερο το ΝΑΤΟ, είναι κάτι που αφορά τους ειδικούς και την ηγεσία του Πενταγώνου. Υπάρχουν ένθερμοι θιασώτες μιας τέτοιας προμήθειας (άλλοι ανιδιοτελώς αλλά και άλλοι ιδιοτελώς καθώς ίσως συνδέονται με επίδοξους διαμεσολαβητές μιας τέτοιας προμήθειας), υπάρχουν και σκεπτικιστές.
Επειδή, όμως, οι περισσότεροι –και τα πολιτικά κόμματα– συμφωνούν στην ανάγκη σταδιακής ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων και διατήρησης της στρατιωτικής ισορροπίας στην ευρύτερη περιοχή έναντι της τουρκικής “νευρικής” και αναθεωρητικής ισχύος, καλό είναι να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε πως θα προχωρήσουμε σε αυτή την κρίσιμη επιλογή.
Στο διπλωματικό πεδίο τα πράγματα είναι περίπου προφανή. Η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει τα περισσότερα δυνατά ανταλλάγματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς της παρέχει:
–μια στρατιωτική συνεργασία που καθιστά τη χώρα μας “προκεχωρημένο” νατοϊκό φυλάκιο προς την “φλεγόμενη” Μέση Ανατολή.
[Η σχετική συμφωνία ξεκίνησε την εποχή της επίσκεψης του Αλέξη Τσίπρα στον Λευκό Οίκο και προωθήθηκε ταχύτατα για να υπογραφεί από τη σημερινή κυβέρνηση. Η συμφωνία, ως γνωστό, θα έρθει σύντομα στη Βουλή, με τον ΣΥΡΙΖΑ να εκφράζει ενστάσεις και να σκέπτεται να μην συναινέσει. Παρότι, το σκεπτικό (με ποια ανταλλάγματα) διαθέτει λογική βάση, η υποχώρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης από ένα σχέδιο που η ίδια προώθησε ως κυβέρνηση είναι κάτι που πρέπει πολλαπλώς να ζυγισθεί και να εξηγηθεί.]
–την αναβάθμιση των F16, ήτοι ένα πρόγραμμα διόλου αμελητέο για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία και για το πολιτικό “οπλοστάσιο” του Ντόναλντ Τραμπ στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
–την έναρξη διαπραγμάτευσης για την προμήθεια των F35
Το πρόγραμμα των F35, ωστόσο, εφόσον προχωρήσει, θα είναι η σημαντικότερη προμήθεια των ενόπλων μας δυνάμεων μετά από πάνω από 15 χρόνια. Θα είναι μια νέα “μίνι αγορά του αιώνα” και εφόσον συνδυαστεί με την προμήθεια γαλλικών φρεγατών και άλλων οπλικών συστημάτων θα δημιουργηθεί ένα “πακέτο” προμηθειών με κόστος αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ σε βάθος δεκαετίας.
Λογικοί, λοιπόν, οι συνειρμοί όλων αυτών με την εισαγγελική απόφαση περί παραπομπής σε δίκη του Γιάννου Παπαντωνίου και με νωπή ακόμα την άλλη περίπτωση του Άκη Τσοχατζόπουλου.
Τα σκάνδαλα των εξοπλισμών είναι γνωστό πως στοίχισαν στη χώρα ποικιλοτρόπως. Επίσημες μελέτες έχουν αναδείξει πως η σπατάλη, ο υπερδανεισμός, οι μίζες και οι υπερκοστολογήσεις στον τομέα αυτό (όπως και σε εκείνον της Υγείας) αποτέλεσαν μία από τις βασικές παραμέτρους της ελληνικής χρεοκοπίας που οδήγησε στα μνημόνια και στην δεκαετή κρίση.
Επειδή ουδείς πιστεύει σοβαρά πως όλα αυτά έχουν γίνει “μάθημα” και πως το πολιτικοεπιχειρηματικό μας σύστημα έχει μεταβληθεί σε “κοινωνία αγγέλων” θα ήταν σοφό να δημιουργηθούν όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που θα θωρακίσουν την οικονομικά ασθενή Ελλάδα από μία νέα επέλαση “αρπαχτικών”.
Το πολιτικό μας σύστημα και η οικονομία μας δεν μπορεί να αντέξει έστω και την υπόνοια μιας νέας περιόδου σκανδάλων, όπως εκείνη της περιόδου του Κώστα Σημίτη.
Δεδομένου, μάλιστα, πως οι αποφάσεις που θα ληφθούν από την σημερινή κυβέρνηση υπερβαίνουν την συνταγματική της θητεία και θα απασχολήσουν και τις επόμενες κυβερνήσεις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει δύο φορές να προχωρήσει σε περιβάλλον ορθολογικού σχεδιασμού και συνεννόησης με όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Η προμήθεια των F35 είναι κάτι που πρέπει να εξηγηθεί πλήρως και με αδιαμφισβήτητη τεκμηρίωση από την στρατιωτική ηγεσία στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Άμυνας και να έρθει στο ΚΥΣΕΑ σε πλαίσιο διαφάνειας. Πρέπει, παράλληλα, να κοινοποιηθεί στα πολιτικά κόμματα, κυρίως, μάλιστα, στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το οποίο, σε γενικές γραμμές, προσφέρει έως τώρα συναίνεση στα εθνικά θέματα.
Πρέπει, επιπροσθέτως, να αναθεωρηθούν οι δομές επιλογής στο υπουργείο Άμυνας. Η Επιτροπή Εξοπλισμών πρέπει να λειτουργεί σε καθεστώς πλήρους διαύγειας, σε συνεννόηση με την Επιτροπή Άμυνας και Εξωτερικών της Βουλής, και, ίσως, θα ήταν σωστό να δημιουργηθεί και μια διακομματική επιτροπή ελέγχου που θα εποπτεύει τεχνικά, οικονομικά αλλά και νομικά βήμα προς βήμα τις σχετικές διαδικασίες.
Μια τέτοια πρωτοβουλία του πρωθυπουργού και του υπουργού Άμυνας θα εξέπεμπε θετικά σήματα και θα δημιουργούσε ικανοποιητικό απόθεμα εμπιστοσύνης. Και, φυσικά, θα έπρεπε να την στηρίξουν όλα τα πολιτικά κόμματα.